Στοιχεία:
0
0
0
0
Στο μάθημα της Γεωγραφίας στο σχολείο γνώρισες το νησί της Λέσβου και την πλούσια γεωλογική του ιστορία. Έμαθες ότι ολόκληρο το νησί είναι ένα «Γεωπάρκο» και ότι προστατεύεται από την UNESCO! Πόσο πολύ θα ήθελες να το επισκεφτείς και να δεις από κοντά όλα τα πλούτη της φύσης αυτού του νησιού!
Εκείνο το καλοκαίρι οι γονείς σου σού ανακοινώνουν ότι θα πάτε στη Λέσβο διακοπές! Φτάνετε στο νησί και η εξερεύνηση ξεκινά με πρώτο σταθμό το Κέντρο πληροφόρησης Γεωπάρκου Λέσβου. Η χαρά σου είναι απερίγραπτη και η ανυπομονησία σου ακόμα μεγαλύτερη. Τρέχεις γρήγορα, μπαίνεις στο Δωμάτιο του Κέντρου πληροφόρησης, ο άνεμος όμως κλείνει με δύναμη την πόρτα. Μάταια προσπαθείς να την ξανανοίξεις. Η αναζήτηση του κλειδιού που θα ανοίξει την πόρτα ξεκινά.
Εξερεύνησε το δωμάτιο, κλίκαρε πάνω στα αντικείμενα και σταδιακά θα οδηγηθείς στην εύρεση του κλειδιού.
Η Λέσβος διαθέτει μοναδικό πλούτο γεωλογικών μνημείων και τοπίων φυσικού κάλλους, περιοχών οικολογικού ενδιαφέροντος και πολιτιστικών μνημείων, τα οποία συνέβαλαν στον χαρακτηρισμό της ως Παγκόσμιο Γεωπάρκο UNESCO.
Η λεσβιακή ύπαιθρος είναι διάσπαρτη από ποικιλία γεωλογικών μνημείων και γεωμορφών, όπως ηφαίστεια, θερμές πηγές, σημαντικές απολιθωματοφόρες θέσεις, μεγάλα γεωλογικά ρήγματα, καταρράκτες, παράκτιες γεωμορφές, που αποτελούν σημαντικά τεκμήρια της γεωλογικής ιστορίας του Αιγαίου.
Στη δυτική χερσόνησο της Λέσβου δεσπόζει το Απολιθωμένο Δάσος, ένα μοναδικό σε παγκόσμια κλίμακα μνημείο της φύσης, το οποίο έχει κηρυχθεί «Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης» (ΠΔ 443/1985).
Η μακρά γεωλογική ιστορία της Λέσβου αντανακλάται στην πολύπλοκη γεωλογική της δομή και στον μεγάλο αριθμό γεωτόπων, όπως ονομάζονται οι θέσεις ιδιαίτερου γεωλογικού
ενδιαφέροντος.
Η Λέσβος διαθέτει επίσης πλούσια βιοποικιλότητα. Λόγω ευνοϊκών εδαφοκλιματικών συνθηκών, διαθέτει πλουσιότατη χλωρίδα. Περισσότερα από 1.400 taxa (είδη και υποείδη) φυτών περιλαμβάνονται στη χλωρίδα της και χωρίς υπερβολή το νησί θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «Βοτανικός Παράδεισος» με αρωματικά-φαρμακευτικά, καλλωπιστικά και σπάνια φυτά, δένδρα και θάμνους.
Την ιδιαίτερη οικολογική αξία της Λέσβου υπογραμμίζει η ένταξη στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000 τριών περιοχών που έχουν
χαρακτηριστεί ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης και έξι περιοχών που έχουν χαρακτηριστεί ως Ζώνες Ειδικής Προστασίας για την
ορνιθοπανίδα. Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000 είναι ένα δίκτυο ζωνών προστασίας της φύσης που εκτείνεται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει ως στόχο να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη διατήρηση των πιο πολύτιμων και των πλέον απειλούμενων ειδών και ενδιαιτημάτων της σε ικανοποιητικό επίπεδο. Οι τρεις περιοχές της Λέσβου που έχουν ενταχθεί ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (SCI) είναι:
α. Δυτική Χερσόνησος-Απολιθωμένο Δάσος
β. Κόλπος Καλλονής και χερσαία παράκτια ζώνη
γ. Κόλπος Γέρας, Έλος Ντίπι και Όρος Όλυμπος
Στη Λέσβο δημιουργήθηκε το 2000 ένα από τα πρώτα 4 γεωπάρκα παγκοσμίως, που περιλάμβανε την περιοχή του Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου.
Η αναγνώριση του συνόλου της Λέσβου ως Παγκόσμιο Γεωπάρκο έγινε μετά από πρόταση του Δήμου Λέσβου. Συγκεκριμένα με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λέσβου, στις 12 Οκτωβρίου 2011, εγκρίθηκε η υποβολή αίτησης διεύρυνσης των ορίων του υπάρχοντος Γεωπάρκου Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου και η ένταξη ολόκληρης της Λέσβου στο Παγκόσμιο Δίκτυο Γεωπάρκων.
Στις 18 Οκτωβρίου 2011 υπογράφηκε στο Δημαρχείο Λέσβου Προγραμματική Σύμβαση μεταξύ του Δήμου Λέσβου, του Πανεπιστημίου Αιγαίου και του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου για τη δημιουργία και λειτουργία του «ΓΕΩΠΑΡΚΟΥ ΛΕΣΒΟΥ». Μετά από επιτόπια αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων της UNESCO, εγκρίθηκε η ένταξη του Γεωπάρκου Λέσβου στο Παγκόσμιο Δίκτυο Γεωπάρκων για την περίοδο 2013- 2016.
Τον Νοέμβριο του 2015 με απόφαση της 38ης Γενικής Διάσκεψης της UNESCOεγκρίθηκε το Διεθνές Πρόγραμμα «Παγκόσμια Γεωπάρκα UNESCO».
Από τότε η Λέσβος αναγνωρίζεται ως «Παγκόσμιο Γεωπάρκο UNESCO».
Στη Λέσβο διακρίνονται πέντε κύριες ενότητες πετρωμάτων, οι οποίες μας προσφέρουν πολύτιμες μαρτυρίες για την πολύπλοκη γεωλογική ιστορία της περιοχής.
Η πρώτη ενότητα των προαλπικών πετρωμάτων, καταλαμβάνουν το νοτιοανατολικό τμήμα της Λέσβου, δηλαδή την περιοχή του Δήμου Μυτιλήνης, που περιλαμβάνει την, την περιοχή Μυτιλήνης-Θερμής, τον κόλπο της Γέρας, τον ορεινό όγκο του Ολύμπου και την περιοχή Πλωμαρίου. Περιορισμένες εμφανίσεις συναντώνται επίσης στην Δυτική χερσόνησο, στις περιοχές Σιγρίου και Ερεσού.
Η ενότητα των αλπικών σχηματισμών περιλαμβάνει το μεσοζωικής ηλικίας τεκτονικό κάλυμμα των οφειολίθων και τα ωκεάνια ιζήματα που τους συνοδεύουν. Η ενότητα αυτή συναντάται στην κεντρική Λέσβο και στην χερσόνησο της Αμαλής.
Οι τρεις επόμενες ενότητες καλύπτουν το βόρειο, το δυτικό και το κεντρικό τμήμα της Λέσβου γύρω από τον κόλπο της Καλλονής. Αποτελούνται από τους ηφαιστειακούς σχηματισμούς ηλικίας Κάτω Μειόκαινου και άλλα μεταλπικά ιζήματα που καλύπτουν τα προαλπικά και αλπικά πετρώματα.
Στον γεωλογικό χάρτη της Λέσβου παρατηρούμε τους σχηματισμούς που δομούν το νησί και ομαδοποιούνται στις ακόλουθες πέντε ενότητες:
A. Αυτόχθονη ενότητα
Τα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου απαντώνται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, κυρίως γύρω από τον κόλπο της Γέρας, και στη δυτική χερσόνησο, κυρίως βόρεια του Σιγρίου μέχρι την περιοχή του Γαβαθά, και σε μεμονωμένες εμφανίσεις στην περιοχή της Ερεσού.
Η ενότητα αυτή αποτελείται από σχιστόλιθους, χαλαζίτες, φυλλίτες και μεταψαμμίτες, σε εναλλαγές με μάρμαρα και κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους, ηλικίας Λιθανθρακοφόρου-Περμίου. Στη δυτική Λέσβο αποτελείται από μεταψαμμίτες, σερικιτικούς-ψαμμιτικούς σχιστόλιθους, χαλαζιακούς σχιστόλιθους, χαλαζιακά λατυποπαγή και κατά θέσεις φυλλίτες που εναλλάσσονται μεταξύ τους.
Μέσα στους σχηματισμούς αυτούς υπάρχουν ενστρώσεις κρυσταλλικών ανθρακικών πετρωμάτων, συνήθως μεγάλου πάχους, που συχνά φτάνει μέχρι και τα 600 μ.Στην περιοχή της Μόριας βρέθηκε σημαντικός αριθμός από μεγάλα απολιθώματα Megalodon, με βάση τα οποία προσδιορίστηκε και η Τριαδική ηλικία των σχηματισμών. Οι Τριαδικοί σχηματισμοί εμφανίζονται μόνο στο νοτιοανατολικό τμήμα της Λέσβου, όπου και καταλαμβάνουν μεγάλο τμήμα της περιοχής μεταξύ των χωριών Μόρια και Λουτρά (Hecht 1972, Κατσικάτσος et al. 1982, Θωμαΐδου 2009).
Πρόκειται για μια συνεχή σειρά πετρωμάτων, χωρίς στρωματογραφικές ή τεκτονικές ασυμφωνίες, η οποία μεταβαίνει κανονικά προς τα πάνω από τους Νεοπαλαιοζωικούς στους Τριαδικούς σχηματισμούς (Κατσικάτσος et al. 1982). Η αυτόχθονη ενότητα του υποβάθρου της Λέσβου αποτελεί (Papanikolaou 1999) μια ιζηματογενή ακολουθία παθητικού ηπειρωτικού περιθωρίου από μάρμαρα και φυλλίτες με απολιθωματοφόρους σχηματισμούς, που κυμαίνονται χρονικά από το Λιθανθρακοφόρο (απολιθώματα Productus και τρηματοφόρα) μέχρι το Ανώτερο Τριαδικό (απολιθώματα Megalodon).
B. Η αλλόχθονη ενότητα
Τα τεκτονικά καλύμματα των σχηματισμών του ωκεανού της Τηθύος. Πρόκειται για πετρώματα που δημιουργήθηκαν στα βαθύτερα σημεία του πυθμένα του ωκεανού της Τηθύος και τα οποία συμπιέστηκαν και τοποθετήθηκαν τεκτονικά πάνω στα πετρώματα του υποβάθρου, όταν η Τηθύς καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Μεσοζωικού. Οι αλλόχθονοι σχηματισμοί της Λέσβου διακρίνονται σε δύο τεκτονικές ενότητες: την ενότητα του τεκτονικού καλύμματος ηφαιστειο-ιζηματογενών σχηματισμών και την ενότητα του τεκτονικού καλύμματος οφιολιθικών πετρωμάτων (Κατσικάτσος et al. 1982).
Οι αλλόχθονες ενότητες βρίσκονται επωθημένες πάνωστην αυτόχθονη ενότητα του υποβάθρου της Λέσβου και εντοπίζονται στο νοτιοανατολικό τμήμα τουνησιού, ενώ μια μικρή εμφάνιση του τεκτονικού καλύμματος των ηφαιστειοϊζηματογενών σχηματισμών παρατηρείται στο δυτικό τμήμα, στην ευρύτερη περιοχή Σιγρίου.
Β1. Στο τεκτονικό κάλυμμα των ηφαιστειο-ιζηματογενών σχηματισμών
Τα μεταϊζήματα αντιπροσωπεύονται κατά βάση από κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους και από σχιστόλιθους, ενώ στα ανώτερα μέλη του κυριαρχούν οι μεταβασίτες, κυρίως πρασινίτες και πρασινόλιθοι που έχουν προέλθει από μεταμόρφωση βασικών υποηφαιστειακών και ηφαιστειακών εκρηξιγενών πετρωμάτων κυμαινόμενης βασικότητας.Σύμφωνα με τον Παπανικολάου (1999, 2009), τα πετρώματα αυτά αποτελούν τα πελαγικά ιζήματα που συνοδεύουν την οφιολιθική ακολουθία. Με βάση τα κωνόδοντα που βρέθηκαν, η ηλικία τους έχει προσδιοριστεί σε Τριαδική.Η αλλόχθονη ενότητα είναι ελαφρά μεταμορφωμένη και έντονα ραμορφωμένη και βρίσκεται γενικά ανεστραμμένη. Σύμφωνα με νεώτερη μελέτη, τμήμα του ηφαιστειοϊζηματογενούς καλύμματος αποτελεί μαζί με τους αμφιβολίτες τη μεταμορφική σόλα του οφιολιθικού καλύμματος.Και αυτό, γιατί αυτή αποτελείται κατά ένα μέρος, κάτω από την οφιολιθική μάζα, από μετα-ιζήματα ωκεάνιας προέλευσης, με έντονη παρουσία μετα-βασικών ηφαιστειακών υλικών, κυρίως υπό μορφή ηφαιστειακών φλεβών (dykes), μέσα στα μεταϊζήματα (Θωμαΐδου 2009).
Β2. Το οφιολιθικό κάλυμμα
Το οφιολιθικό κάλυμμα περιλαμβάνει βασικά και υπερβασικά πετρώματα, κυρίως δουνίτες και χαρζβουργίτες, λίγεςφλεβικές εμφανίσεις γάββρων, διαβάσες, μαξιλαροειδείς βασαλτικές λάβες και τόφφους (Μigiros et al. 2000).Κύρια εμφάνιση του καλύμματος των οφιολίθων έχουμε στην περιοχή βορειοδυτικά από το όρος Όλυμπος, στην περιοχή του πευκοδάσους της Κεντρικής Λέσβου. Μια σημαντική εμφάνιση οφιολίθων καλύπτει επίσης τη χερσόνησο της Αμαλής, νότια της Μυτιλήνης. Οιαμφιβολίτες στη βάση του καλύμματος των οφιολίθων χρονολογήθηκαν στα 153-158 εκατ. χρόνια, ηλικία που πιθανά αντιστοιχεί στην τεκτονική τοποθέτηση του καλύμματος (Ηatzipanagiotou & Pe-Piper 1995, Παπανικολάου 2015).
Γ. Λιμναία Νεογενή ιζήματα
Μια τρίτη ενότητα, που περιλαμβάνει λιμναία ιζήματα, κυρίως μάργες και μαργαϊκούς ασβεστόλιθους, ηλικίας Άνω Ολιγόκαινου – Κάτω Μειόκαινου που φιλοξενούν λιγνιτικά στρώματα, εμφανίζεται σε περιορισμένη έκταση στην περιοχή Λαψάρνων – Γαβαθά. Στις αποθέσεις αυτές βρέθηκαν σημαντικά ζωικά απολιθώματα: κελύφη από λιμναία και χερσαία γαστερόποδα, μεμονωμένα φαρυγγικά δόντια και ωτόλιθοι από λιμναία ψάρια (τυλινάρια και μπριάνες), υπολείμματα από μικρά αμφίβια και ερπετά, δόντια από αλιγάτορες και από μικρά θηλαστικά (νυκτερίδες, σκαντζόχοιρους, τυφλοπόντικες, μυγαλές, χάμστερ και μυωξούς). Η χερσαία αυτή πανίδα είναι μια από τις παλαιότερες της Ελλάδας, μεηλικία περίπου 19 εκατομμύρια χρόνια.
Δ. Ηφαιστειακοί σχηματισμοί
Η κύρια ενότητα σχηματισμών η οποία καταλαμβάνει τα δύο τρίτα του νησιού περιλαμβάνει ηφαιστειακά πετρώματα Τριτογενούς ηλικίας, αποτέλεσμα της έντονης ασβεσταλκαλικής – σωσωνιτικής ηφαιστειακής δραστηριότητας που έλαβε χώρα κατά το Κάτω Μειόκαινο στο βορειοανατολικό Αιγαίο. Τα ηφαιστειακά πετρώματα διακρίνονται (Pe-Piper 1978, PePiper & Piper 1993, Pe-Piper & Piper 2002) στους παρακάτω επιμέρους ηφαιστειακούς σχηματισμούς:
• Σχηματισμός Ερεσού: είναι ο παλαιότερος πυριγενής σχηματισμός. Αποτελείται από πορφυριτικούς ανδεσίτες με ενδιαστρώσεις σωριτικών και ηφαιστειοκλαστικών πετρωμάτων. Η ηλικία του έχει προσδιοριστεί στα 21,5εκ. χρόνια από τους Pe-Piper& Piper (2002). Οι λάβες αυτού του σχηματισμού είναι 3 ως 4 εκ. χρόνια παλαιότερες απότην κύρια ηφαιστειακή ακολουθία του νησιού.
• Σχηματισμός Σκουτάρου: πρόκειται για μια κανονικής μαγνήτισης ακολουθία ροών ανδεσίτη και βασάλτη, περίπου σύγχρονη των πυροκλαστικών του Σιγρίου και του ιγνιμβρίτη του Πολιχνίτου. Στο ανώτερο τμήμα του σχηματισμού πυροξενικές ανδεσιτικές λάβες εναλλάσσονται με κεροστιλβικές-βιοτιτικές δακιτικές λάβες και πυροκλαστικά πετρώματα του σχηματισμού Σιγρίου.
• Πυροκλαστικά Σιγρίου: παρουσιάζουν μεγαλύτερο πάχος στα δυτικά του νησιού. Συνδέονται με τη δημιουργία του Απολιθωμένου Δάσους και καλύπτονται από τον ιγνιμβρίτη του Πολιχνίτου. Η ηλικία τους είναι περίπου 17 εκ. χρόνια.
• Ιγνιμβρίτης Πολιχνίτου: εμφανίζεται σε ενότητες πάχους 5-30 μ.
• Σχηματισμός Σκαλοχωρίου: βρίσκεται μεταξύ του κατώτερου σχηματισμού Σκουτάρου και των ανώτερων λαβών της Συκαμινιάς, και αποτελείται από ανάστροφης μαγνήτισης ενδιάμεσες
λάβες.
• Σχηματισμός Συκαμινιάς: κυριαρχεί στην κεντρική Λέσβο και αποτελείται από μια ανάστροφης μαγνήτισης στρωματοηφαιστειακή ακολουθία ανδεσιτών, δακιτών και αραιών ρυολιθικών πυροκλαστικών, με ηλικία 17,3 εκ. χρόνια (Pe-Piper 1980).
• Σχηματισμός Μυτιλήνης: προσδιορίστηκε από την Pe-Piper (1978, 1980) ως τοπικές βασαλτικές ροές, που ο Prager (1966) υποστηρίζει ότι υπέρκεινται μαργών Ποντίου ηλικίας (5 εκατ. χρ.). Αποτελεί τμήμα της κύριας ηφαιστειακής ακολουθίας του νησιού και η ηλικία του προσδιορίστηκε στα 16,8 εκ. χρόνια (Pe-Piper & Piper 2002).
• Ηφαιστειακές φλέβες τροφοδοσίας (dykes) Μεσοτόπου: βρίσκονται διάσπαρτες στο δυτικό τμήμα του νησιού και έχουν χρονολογηθεί στα 16,2 εκ. χρόνια (Pe-Piper 1978). Ως υπολείμματα της ηφαιστειακής δραστηριότητας, η Λέσβος παρουσιάζει σημαντικές επιφανειακές
υδροθερμικές εξαλλοιώσεις, μεταλλοφόρες εμφανίσεις και γεωθερμικά πεδία.Η παρουσία όμως πολλών θερμών πηγών θεωρείται ότι συνδέεται κυρίως με τη σύγχρονη ενεργό τεκτονική δραστηριότητα.
Η Λέσβος έχει αξιόλογο γεωθερμικό δυναμικό, όπως αποδεικνύεται από την ύπαρξη πολυάριθμων θερμών πηγών και γεωθερμικών πεδίων χαμηλής, μέσηςαλλά και υψηλής ενθαλπίας. Οι περιοχές οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εντοπισμό γεωθερμικών ρευστών μέσης και ίσως υψηλής ενθαλπίας είναι: α. Περιοχή Αργένου β. Περιοχή Στύψης γ. Περιοχή Πολιχνίτου.
E. Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα και τεταρτογενείς αποθέσεις
Η ενότητα περιλαμβάνει Νεογενή θαλάσσια και λιμναία ιζήματα και Τεταρτογενή ιζήματα. Οι Πλειοκαινικές αποθέσεις αποτελούνται από λευκούς μαργαϊκούς ασβεστολίθους, με ενστρώσεις ψαμμιτών, κροκαλοπαγή, υπόλευκες μάργες και αργίλους που περιέχουν αρκετά
απολιθωματοφόρα στρώματα μεασπόνδυλους οργανισμούς. Το συνολικό πάχος αυτών των ιζημάτων ξεπερνά τα 60 μ. Τα ιζήματα αυτά εμφανίζονται στις ανατολικές ακτές της Λέσβου και στις μικρές νησίδες της.
Τεταρτογενή ιζήματα περιλαμβάνουν μάργες, αργίλους, άμμους, ερυθρές ποτάμιες αποθέσεις, ασβεστόλιθους καθώς και χαλαρούς αλλουβιακούς σχηματισμούς, παράκτιες άμμους, κροκαλοπαγή και κορήματα.
Αποθέσεις Ολοκαινικής ηλικίας. Πρόκειται για τους νεώτερους γεωλογικούς σχηματισμούς, που απαντώνται σε περιορισμένη έκταση στις πεδινές και παράκτιες περιοχές.
Ο όρος «γεώτοπος» χρησιμοποιείται για να περιγράψει εξέχουσες, μοναδικές ή αντιπροσωπευτικές θέσεις που περιέχουν τεκμήρια της γεωλογικής ιστορίας και εξέλιξης μιας περιοχής. Οι γεώτοποι περιλαμβάνουν γεωλογκές εμφανίσεις και τοπία, θέσεις με μνημειακό χαρακτήρα που προστατεύονται και μπορούν να αναδειχτούν λόγω της ιδιαίτερης επιστημονικής, εκπαιδευτικής, οικολογικής, πολιτιστικής ή αισθητικής τους αξίας.
Ως γεώτοπος χαρακτηρίζεται κάθε θέση γεωλογικού ενδιαφέροντος που αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός σταδίου των εξελικτικών διεργασιών της γήινης λιθόσφαιρας ή αντιπροσωπεύει ένα γεωδυναμικό φαινόμενο με ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη της επιφάνειας του πλανήτη.
Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται σημαντικές γεωλογικές δομές, χαρακτηριστικές ή σπάνιες
μεταλλοφόρες εμφανίσεις, σπάνιες ορυκτολογικές παραγενέσεις, σημαντικές πετρολογικές
εμφανίσεις, ιδιαίτερες ιζηματογενείς δομές, σπάνια ή χαρακτηριστικά απολιθώματα,
στρωματότυποι, χαρακτηριστικές τεκτονικές δομές, θέσεις σύγχρονων διεργασιών,
ιδιαίτεροι γεωμορφολογικοί σχηματισμοί και τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους.
Η Λέσβος είναι διάσπαρτη από εντυπωσιακούς γεωτόπους, οι οποίοι τεκμηριώνουν γεγονότα
και διεργασίες από την παλαιότερη και πιο πρόσφατη γεωλογική ιστορία και εξέλιξή της.
Το Απολιθωμένο Δάσος Λέσβου, το οποίο έχει χαρακτηρισθεί Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης,
περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό απολιθωματοφόρων θέσεων που μπορούν να χαρακτηρισθούν
ως παλαιοντολογικοί γεώτοποι.
Η γεωλογική ιστορία της Λέσβου αντιπροσωπεύεται απόμια ποικιλία εντυπωσιακών
γεωτόπων που έχουν εντοπισθεί σε κάθε γωνιά του νησιού.
Γεωμορφές, ηφαιστειακά οικοδομήματα και εμφανίσεις ποικιλίας πετρωμάτων
διαμορφώνουν ανεπανάληπτα φυσικά τοπία που μας διηγούνται την ιστορία τους.
Οι Γεώτοποι της Λέσβου έχουν διακριθεί στις ακόλουθες κατηγορίες:
• Απολιθωματοφόρες θέσεις
• Ηφαιστειακοί γεώτοποι
• Τεκτονικοί - Στρωματογραφικοί γεώτοποι
• Καταρράκτες
• Διαβρωσιγενείς γεώτοποι
• Θερμές πηγές
ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΟΦΟΡΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
Πάρκο Απολιθωμένου Δάσους (Μπαλή Αλώνια) | Θέση 1
Το Πάρκο Απολιθωμένου Δάσους στη θέση Μπαλή Αλώνια αποτελεί το πρώτο υπαίθριο πάρκο
επίσκεψης του Απολιθωμένου Δάσους. Δημιουργήθηκε το 1987 και ήδη από τον 18ο αιώνα η
περιοχή αναφέρεται ως «Κύρια Απολιθωμένη».
Η επίσκεψη στην περιοχή του Πάρκου αποτελεί μία μοναδική εμπειρία. Η πληθώρα των ιστάμενων απολιθωμένων κορμών, αλλά και η άριστη κατάσταση διατήρησής τους, εντυπωσιάζουν όλους τους επισκέπτες του.
Στο Πάρκο του Απολιθωμένου Δάσους, η συστηματική ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιεί το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, έχει φέρει στο φως πολλά φυτικά απολιθώματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο υψηλότερος μέχρι σήμερα γνωστός ιστάμενος κορμός απολιθωμένου δένδρου, όχι μόνο για την Λέσβο αλλά με βεβαιότητα για ολόκληρη της Ευρώπη.
Το ύψος του είναι 7,02 μέτρα και η περίμετρος του 8,58 μέτρα και αποτελεί πρόγονο του σύγχρονου δένδρου της Σεκόιας.
Κατά τις ανασκαφές που υλοποιεί το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου έχουν επίσης αποκαλυφτεί πολλά τμήματα απολιθωμένων φυτών (καρποί, φύλλα, κλαδιά, ρίζες), τα οποία εκτίθενται στις αίθουσες του Μουσείου. Κατά τη διάρκεια της περιήγησης σας μπορείτε να θαυμάσει τις μοναδικές εμφανίσεις Πρωτοπευκίδων, οι οποίες σχηματίζουν μικρές συστάδες και αποτελούν τους προγόνους του σύγχρονου Πεύκου.
Για την διευκόλυνση του επισκέπτη στο Πάρκο, έχουν δημιουργηθεί τρεις θεματικές διαδρομές, οι οποίες επιτρέπουν την καλύτερη γνωριμία με τα απολιθώματα. Στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου μπορείτε να βρείτε τον υπαίθριο οδηγό επίσκεψης στο Πάρκο Απολιθωμένου Δάσους στη θέση Μπαλή Αλώνια, με αναλυτικές πληροφορίες για όλες τις απολιθωματοφορές θέσεις και τις διαδρομές.
Πάρκο Απολιθωμένου Δάσους Σιγρίου | Θέση 2
Το Πάρκο Σιγρίου δημιουργήθηκε σε έκταση 30 στρεμμάτων και βρίσκεται δίπλα στις
εγκαταστάσεις του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου. Περιλαμβάνει
σημαντικά φυτικά απολιθώματα και εντυπωσιακές εμφανίσεις των ηφαιστειακών πετρωμάτων
που τα περικλείουν.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικής σημασίας γεώτοπο λόγω της σπανιότητας και της μεγάλης επιστημονικής αξίας των φυτικών απολιθωμάτων τα οποία παρέχουν πληροφορίες τόσο για τα ηφαιστειακά πετρώματα όσο και τη γεωλογική εξέλιξη της περιοχής.
Ο επισκέπτης κατά μήκος των περιπατητικών διαδρομών που έχουν χαραχθεί στο χώρο του Πάρκου, μπορεί να θαυμάσει τα πιο σημαντικά ευρήματα του χώρου, τις ρίζες των απολιθωμένων δένδρων που διατηρούνται σε πλήρη ανάπτυξη αποδεικνύοντας ότι τα δέντρα απολιθώθηκαν στη φυσική τους θέση.
Εντυπωσιακοί ιστάμενοι απολιθωμένοι κορμοί αγγειόσπερμων και κωνοφόρων δένδρων (Pinoxylon paradoxum, Pinoxylon sp., Pinus sp.) με μοναδικά χρώματα και πληθώρα απολιθωμένων κλαδίσκων, φύλλων και κώνων ιδιαίτερης επιστημονικής αξίας ξεπροβάλουν από τα στρώματα της ηφαιστειακής στάχτης που τους περιβάλλει. Ο επισκέπτης μπορεί επίσης να θαυμάσει μεγάλα τμήματα απολιθωμένων κορμών που έχουν μεταφερθεί για φύλαξη στο χώρο.
Πάρκο Απολιθωμένου Δάσους Πλάκας | Θέση 3
Το Πάρκο Πλάκας δημιουργήθηκε από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου σε έκταση 70 στρεμμάτων στη μικρή ομώνυμη χερσόνησο. Η περιοχή αποτελεί μια σημαντική απολιθωματοφόρο θέση.
Στα δύο τμήματα του Πάρκου, από τις ερευνητικές εργασίες του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, έχουν αποκαλυφθεί σημαντικά φυτικά απολιθώματα, κυρίως ριζικά συστήματα και κατώτερα τμήματα κορμών που συγκροτούν ένα σπάνιας φυσικής ομορφιάς γεώτοπο.
Στο Πάρκο Πλάκας έχουν προσδιορισθεί πευκίδες και μια μεγάλη ποικιλία από καρποφόρα φυτά (αγγειόσπερμα), τα οποία δεν εμφανίζονται σε τόσο μεγάλη ποικιλία σε καμία άλλη χερσαία θέση, συνθέτοντας έτσι το τοπίο της βλάστησης στη Λέσβο πριν 20 εκατομμύρια χρόνια. Έχουν εντοπιστεί φυτικά απολιθώματα που αντιστοιχούν στη σημερινή πεύκη (Pinuxylon και Pinus), δένδρα της κανέλλας και της δάφνης (Laurinoxylon, Cinnamomum polymorphum, Dafnogene polymorphum), της λεύκης (Populoxylon), του πλάτανου (Platanoxylon) και φοινικίδες (Palmoxylon).
Σήμερα είναι επισκέψιμες 46 ανασκαφικές θέσεις απολιθωμένων δένδρων. Οι περισσότεροι απολιθωμένοι κορμοί συναντώνται ιστάμενοι, δηλαδή στη φυσική θέση ανάπτυξης των δένδρων. Μεταξύ των ευρημάτων περιλαμβάνεται ο γιγαντιαίος απολιθωμένος κορμός (Νο 1), περιμέτρου 13,7μ. και διαμέτρου 3,70μ., που αποτελεί – σύμφωνα με τα στοιχεία της παγκόσμιας βιβλιογραφίας – το μεγαλύτερο σε διαστάσεις ιστάμενο απολιθωμένο κορμό σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην παράκτια ζώνη του Πάρκου δεσπόζει ο ιδιαίτερα εντυπωσιακός κατακείμενος απολιθωμένος κορμός δέντρου, μήκους 14μ.
Πάρκο Απολιθωμένου Δάσους Νησιώπης | Θέση 4
Το θαλάσσιο Πάρκο Απολιθωμένου Δάσους Νησιώπης είναι το πρώτο θαλάσσιο πάρκο απολιθωμάτων που έχει δημιουργηθεί στον ελληνικό χώρο και η επίσκεψη σε αυτό αποτελεί μια μοναδική εμπειρία. Οι επισκέπτες του πάρκου μπορούν να περιηγηθούν τόσο στο χερσαίο τμήμα της νησίδας όπου έχουν δημιουργηθεί περιπατητικές διαδρομές όσο και στη θαλάσσια περιοχή γύρω από τη Νησιώπη με ειδικό σκάφος που διαθέτει γυάλινο πυθμένα για την παρατήρηση του βυθού. Οργανωμένες επισκέψεις πραγματοποιούνται καθημερινά την καλοκαιρινή περίοδο, από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου.
Στα δύο τμήματα του Πάρκου Νησιώπης έχουν αποκαλυφθεί από τις ερευνητικές εργασίες του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου εξαιρετικά σημαντικά φυτικά απολιθώματα, υπολείμματα των φυτών που ζούσαν στη δυτική Λέσβο πριν εκατομμύρια χρόνια.
Στο χερσαίο τμήμα του Πάρκου Νησιώπης έχουν αναδειχθεί 44 εντυπωσιακές απολιθωματοφόρες θέσεις, που περιέχουν απολιθωμένους κορμούς καρποφόρων και κωνοφόρων δέντρων, ιστάμενους στη φυσική τους θέση ή κατακείμενους, παρασυρμένους από ροές ηφαιστειακών υλικών.
Από τα ευρήματα των ανασκαφικών εργασιών ξεχωρίζει ο εντυπωσιακός γιγαντιαίος κορμός δέντρου της οικογένειας της σεκόιας που αποκαλύφθηκε στη φυσική του θέση και διατηρείται σε συνολικό μήκος 17,20μ. και διάμετρο στη βάση του 1,70μ. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρουσία απολιθωματοφόρων θέσεων με εμφάνιση απολιθωμένων κορμών σε διαφορετικούς ορίζοντες.
Η παρατήρηση των ηφαιστειακών και τεκτονικών καθώς και των παράκτιων γεωμορφών που εμφανίζονται στην παράκτια ζώνη της Νησιώπης, ως αποτέλεσμα της παράκτιας διάβρωσης των πετρωμάτων της περιοχής, εντυπωσιάζουν.
Δεκάδες ρήγματα που εμφανίζονται στην επιφάνεια και στις απόκρημνες ακτές του νησιού μαρτυρούν την έντονη ρηξιγενή τεκτονική δράση που γνώρισε η περιοχή κατά το πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν και είναι ενδεικτικά της πρόσφατης αποκοπής της νησίδας από την υπόλοιπη Λέσβο.
Στο Πάρκο Νησιώπης έχει καταγραφεί πλούσια χλωρίδα και πανίδα που περιλαμβάνει 62 είδη πουλιών, 3 είδη θηλαστικών, 3 είδη ερπετών, έντομα από περίπου δέκα διαφορετικές τάξεις και 37 οικογένειες, αράχνες από 8 οικογένειες και άλλα ασπόνδυλα ζώα. Μεταξύ των ζώων αξίζει να σημειωθεί η παρουσία πουλιών όπως του Μαυροπετρίτη, της Καστανόπαπιας, της Πετροτριλίδας, του Κιρκινεζιού καθώς και μεγάλης αποικίας από κοινούς γλάρους (Ασημόγλαρους).
Πλούσια είναι και η βενθική χλωρίδα και πανίδα που χαρακτηρίζονται από την κυριαρχία των λιβαδιών Ποσειδωνίας, αλλά και την παρουσία σημαντικών τύπων βιοκοινοτήτων όπως η κοραλλιογενής και τα «δάση» του φαιοφύκους Cystoseira.
Απολιθωματοφόρα Θέση Μήθυμνας (Αγία Λεμονή) | Θέση 5
Η πρόσβαση στην απολιθωματοφόρα θέση γίνεται με τα πόδια από μονοπάτι από τη θέση θέας προς τον ηφαιστειακό δόμο και τον παραδοσιακό οικισμό του Μολύβου που καταλήγει προς την παραλία της Αγίας Λεμονής.
Η παρουσία των ευρημάτων αποδεικνύει τη μεγάλη εξάπλωση του Απολιθωμένου Δάσους και εκτός των ορίων της προστατευόμενης περιοχής. Το σημαντικότερο εύρημα της θέσης αυτής είναι ένας γιγάντιος απολιθωμένος κορμός δέντρου προγονικής μορφής σεκόιας με συνολικό μήκος περίπου 18 μέτρων. Ο εντυπωσιακός αυτός απολιθωμένος κορμός προστατεύεται με ειδική κατασκευή για την καλύτερη προστασία και διατήρησή του. Μετά την απολιθωματοφόρα θέση υπάρχει μικρό μονοπάτι όπου οδηγεί στην παραλία της περιοχής με το έντονο ηφαιστειακό στοιχείο (αποτέλεσμα της έντονης ηφαιστειακής δραστηριότητας από το ηφαίστειο του Λεπετύμνου) και τα πανέμορφα γαλάζια νερά.
Οι σεκόιες, γιγαντιαία μέλη της οικογένειας των κυπαρισσιών, ζούσαν στα δάση της Λέσβου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια. Πρόκειται για πρωτόγονα είδη της σύγχρονης σεκόιας, που ανήκει στο είδος Sequoia sempervirens και είναι το μεγαλύτερο δέντρο του πλανήτη μας, αφού κάποια δέντρα φτάνουν σε ύψος περίπου τα 120μ.
Μόρια: Απολιθώματα Megalodon | Θέση 71
Σε πολλές περιοχές της νοτιοανατολικής Λέσβου συναντάει κανείς ορισμένα από τα παλαιότερα πετρώματα του νησιού. Πρόκειται για πετρώματα που σχηματίσθηκαν κατά τη γεωλογική περίοδο του Τριαδικού, πριν από περίπου 200-250 εκατομμύρια χρόνια, από ιζήματα που συγκεντρώνονταν στο βυθό του ωκεανού της Τηθύως, ενός ωκεανού που κάλυπτε την περιοχή της σημερινής Νότιας Ευρώπης και Βόρειας Αφρικής. Στη Λέσβο, τα πετρώματα αυτά τα συναντάμε κυρίως με τη μορφή σχιστολίθων, μεταψαμμίτων και κρυσταλικών ασβεστολίθων. Φυσικά, μαζί με τα ιζήματα, συγκεντρώθηκαν στον βυθό του ωκεανού και υπολείμματα από ζωντανούς οργανισμούς, ορισμένα από τα οποία σταδιακά απολιθώθηκαν.
Το δίθυρο μαλάκιο Megalodon είναι ο σημαντικότερος από τους οργανισμούς που απολιθώθηκε με αυτόν τον τρόπο και διατηρείται σήμερα μέσα στους Τριαδικούς κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους της νοτιοανατολικής Λέσβου. Πρόκειται για ένα εξαφανισμένο δίθυρο μεγάλου μεγέθους που ζούσε ημιβυθισμένο στον πυθμένα, σε ρηχά σημεία του ωκεανού. Τρεφόταν με μικροσκοπικά σωματίδια αιωρούμενα στο νερό, που προσλάμβανε μέσα από ένα σιφώνιο που επέκτεινε έξω από τον πυθμένα. Απολιθώματά του συναντώνται σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, με ηλικίες 180-400 εκατομμύρια χρόνια.
Γαβαθάς – Δεινοθήριο | Θέση 72
Το 1999, κοντά στην περιοχή του Γαβαθά, βρέθηκε το πρώτο ζωικό απολίθωμα του Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου. Πρόκειται για την κάτω γνάθο με τα δέκα δόντια του και τα οστά που το συνέδεαν με το κρανίο του ζώου.
Μετά από τον προσεκτικό καθαρισμό και την συντήρηση του απολιθώματος, με τη χρήση εξειδικευμένων τεχνικών προσέγγισης, ακολούθησε η προσπάθεια σύγκρισης και ταυτοποίησης του ζώου από το οποίο προέρχεται το συγκεκριμένο απολιθωμένο τμήμα. Η σύγκριση έγινε με απολιθώματα από διάφορα πρωτόγονα ζώα και διαπιστώθηκε ότι ανήκει σε ένα πρωτόγονο προβοσκιδοτό ζώο, στο είδος Prodeinotherium bavaricum (Βαυαρικό προδεινοθήριο), που έζησε πριν από περίπου 19 εκατομμύρια χρόνια. Σήμερα, το απολίθωμα εκτίθεται στη μόνιμη έκθεση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Λέσβου μαζί με το ομοίωμα που κατασκευάσθηκε, σε πραγματικές διαστάσεις, με βάση τα ευρήματα.
Τα ζώα αυτά έζησαν σε όλη την Ευρώπη μέχρι περίπου πριν από 10 εκατομμύρια χρόνια. Από σχεδόν ολόκληρους σκελετούς που έχουν βρεθεί στη Γερμανία και την Αυστρία, γνωρίζουμε πως το ύψος του ήταν περίπου 2,5 μέτρα. Η προβοσκίδα τους ήταν κοντή, ενώ οι χαυλιόδοντές τους βρίσκονταν στο κάτω μέρος του σαγονιού τους και ήταν έντονα κυρτωμένοι προς τα πίσω. Η μορφή των δοντιών τους δείχνει πως τρέφονταν με μαλακά φύλλα δέντρων.
Λάψαρνα: Απολιθώματα Μικροθηλαστικών | Θέση 73
Το 2007, ερευνητές του Μουσείου Φυσικές Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου ανακάλυψαν κοντά στην περιοχή Λάψαρνα ένα λεπτό στρώμα λιμναίων ιζημάτων, το οποίο περιείχε μέσα ποικίλα ζωικά απολιθώματα.
Κελύφη από λιμναία και χερσαία γαστερόποδα, μεμονωμένα φαρυγγικά δόντια και ωτόλιθους από λιμναία ψάρια (τυλινάρια και μπριάνες), υπολείμματα από μικρά αμφίβια και ερπετά, δόντια από αλιγάτορες και από μικρά θηλαστικά όπως για παράδειγμα νυχτερίδες, σκαντζόχοιρους, τυφλοπόντικες, χάμστερ κ.α.. Η χερσαία αυτή πανίδα είναι μια από τις παλαιότερες της Ελλάδας, με ηλικία περίπου 19 εκατομμύρια χρόνια.
Η πλούσια πανίδα που ανακαλύφθηκε στην περιοχή μας βοηθά να αναπαραστήσουμε το γεωλογικό παρελθόν και τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής. Έτσι, μέσα από αυτά τα ζωικά απολιθώματα η λίμνη του Γαβαθά παίρνει ξανά ζωή και μας αφηγείται τις ιστορίες του πλανήτη μας αλλά και την εξέλιξη της ζωής.
Στο Μουσείο του Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου εκτός από το ομοίωμα, σε πραγματικές διαστάσεις, του δεινοθηρίου, οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν και το ομοίωμα του Αλιγάτορα της Λιώτας, που δημιουργήθηκε με βάση τα απολιθωμένα δόντια του ζώου που βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή.
Βατερά: Απολιθώματα Σπονδυλωτών Πλειοκαίνου | Θέση 74
Το 1997, σημαντικά απολιθώματα χερσαίων σπονδυλωτών ζώων ανακαλύφθηκαν στην περιοχή των Βατερών. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, μεγάλη ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητικά ινστιτούτα της Ολλανδίας πραγματοποίησαν εντατικές ανασκαφές σε επτά θέσεις κοντά στο δρόμο που συνδέει τους οικισμούς Βατερά και Βρίσα. Εκεί, μέσα από τις ανασκαφές αποκάλυψαν μεγάλο αριθμό απολιθωμάτων με ηλικία περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια (Πρώιμο Πλειστόκαινο).
Τα ευρήματα της απολιθωμένης πανίδας που βρέθηκαν στην περιοχή περιλαμβάνουν πρωτόγονες μορφές σπονδυλωτών ζώων που ζούσαν εκείνη την περίοδο τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, όπως άλογα (του γένους Equus), κοντόλαιμες καμηλοπαρδάλεις (του γένους Mitilanotherium), γαζέλες (του γένους Gazella), αντιλόπες (του γένους Gazallospira), βοοειδή (του γένους Leptobos), νυκτερευτές (του γένους Nyctereutes), ασβούς (του γένους Meles), μαχαιρόδοντες (του γένους Homotherium), μικρούς ρινόκερους με δύο κέρατα (του γένους Stephanorhinus), μαστόδοντες με ευθείς χαυλιόδοντες (του γένους Anancus), και μαμούθ του Νότου (του είδους Mammuthus meridionalis, προγονικού του γνωστού τριχωτού μαμούθ που έζησε κατά την τελευταία παγετώδη περίοδο).
Τα σημαντικότερα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν, ωστόσο, είναι ένα σπάνιο είδος μεγαλόσωμου δίποδου μακάκου (του γένους Paradolichopithecus) και ένα είδος γιγάντιας χελώνας με μήκος σχεδόν 1,8 μέτρα (του γένους Cheirogaster).
Η σύνθεση της πανίδας επιβεβαιώνει πως η περιοχή της Λέσβου ήταν ακόμη ενωμένη με την Ασία πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια, ενώ απομονώθηκε και έγινε νησί πολύ αργότερα. Σήμερα, τα απολιθώματα φυλάσσονται στο Μουσείο Παλαιοντολογίας και Γεωλογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ορισμένα, καθώς και ένα ομοίωμα της γιγάντιας χελώνας των Βατερών, εκτίθεται στη Συλλογή Φυσικής Ιστορίας Βρίσας.
ΗΦΑΙΣΤΕΙΑΚΟΙ ΓΕΩΤΟΠΟΙ
Ηφαιστειακός Δόμος Υψηλού – Στηλοειδείς Λάβες | Θέση 6
Η λοφοσειρά του Ορδύμνου δεσπόζει στη δυτική χερσόνησο της Λέσβου, με υψηλότερη κορυφή που φθάνει τα 634 μέτρα, τον ηφαιστειακό δόμο της Μονής Υψηλού ο οποίος με το κωνικό του σχήμα αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ηφαιστειακά οικοδομήματα της Λέσβου.
Ο ηφαιστειακός δόμος σχηματίσθηκε στην τελευταία φάση της ηφαιστειακής δραστηριότητας, πριν από 16,5 εκατομμύρια χρόνια και αποτελεί το μεγαλύτερο από μία σειρά ηφαιστειακών δόμων που διατάσσονται κατά μήκος μιας μεγάλης τεκτονικής διάρρηξης με διεύθυνση από βορρά προς νότο.
Η δημιουργία του συνδέεται με άνοδο μάγματος που κινήθηκε με μικρή ταχύτητα, διαπέρασε τα παλιότερα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου, αναθόλωσε τα στρώματα των πυροκλαστικών σχηματισμών που κάλυπταν την περιοχή και δημιούργησε ένα γιγαντιαίο θόλο χωρίς να προκληθεί ηφαιστειακή έκρηξη. Το μάγμα ψύχθηκε και στερεοποιήθηκε σε μικρό, σχετικά, βάθος και η διάβρωση των πυροκλαστικών πετρωμάτων που τον περιέβαλαν, αποκάλυψε τα ανθεκτικότερα στην διάβρωση ηφαιστειακά πετρώματα, τα οποία διαμορφώνουν το σημερινό τοπίο της περιοχής.
Στη βόρεια πλευρά του λόφου εμφανίζονται εντυπωσιακές στηλοειδείς μορφές λάβας, οι οποίες δημιουργήθηκαν εξαιτίας της απότομης ψύξης του διάπυρου υλικού. Στην κορυφή του ηφαιστειακού δόμου, στη θέση παλιότερου οχυρού και βυζαντινής φρυκτωρίας, είναι χτισμένη η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. H παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της μονής κατά τους βυζαντινούς χρόνους, πριν το 800 μ.Χ. και είναι γνωστή ως Μονή Υψηλού.
Ηφαιστειακός Δόμος Προφήτης Ηλίας Ερεσού | Θέση 7
Ο ηφαιστειακός δόμος Ερεσού είναι ο μεγάλος λόφος του Προφήτη Ηλία που δεσπόζει στα νότια του οικισμού δυτικά του δρόμου που οδηγεί στη Σκάλα Ερεσού.
Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό ηφαιστειακό οικοδόμημα που ανήκει σε μια σειρά ηφαιστειακών δόμων που εμφανίζονται στην ευρύτερη περιοχή και σχηματίσθηκαν στην τελευταία φάση της ηφαιστειακής δραστηριότητας, πριν από 16,5 εκατομμύρια χρόνια.
Η δημιουργία τους συνδέεται με την άνοδο μάγματος που κινήθηκε με μικρή ταχύτητα, διαπέρασε και ανύψωσε στην επιφάνεια τα παλαιότερα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου που εμφανίζονται σήμερα τοποθετημένα πάνω στα νεότερα ηφαιστειακά πετρώματα κατά μήκος της επαρχιακής οδού Άντισσας – Ερεσού.
Λακκόλιθος Ερεσού | Θέση 147
Στην είσοδο του οικισμού της Ερεσού κατά μήκος της επαρχιακής οδόυ Αντισσας-Ερεσού αποκαλύπτεται η παρουσία ηφαιστειακών πετρωμάτων κάτω από μεταμορφωμένα πετρώματα, σχιστόλιθους και μάρμαρα του υποβάθρου.
Η εμφάνιση των ηφαιστειακών πετρωμάτων οφείλεται στην τεκτονική δραστηριότητα και την έντονη κατά βάθος διάβρωση των επιφανειακών γεωλογικών σχηματισμών. Οι διεργασίες αυτές επιτρέπουν την εμφάνιση του κορυφαίου τμήματος ενός μεγάλου μαγματικού θαλάμου που βρίσκεται σε επαφή με μεταμορφωμένα πετρώματα ηλικίας Τριαδικού. Η δομή αυτή που ονομάζεται λακκόλιθος, δημιουργήθηκε από διείσδυση μάγματος στα προϋπάρχοντα μεταμορφωμένα πετρώματα, τα οποία αναθολώνει με αποτέλεσμα να εμφανίζει θολοειδή κορυφή.
Ηφαιστειακή Φλέβα Ερεσού | Θέση 8
Η ηφαιστειακή φλέβα της Ερεσού, βρίσκεται κοντά στον ομώνυμο οικισμό και αποτελεί μια χαρακτηριστική ηφαιστειακή γεωμορφή που δημιούργησε η νεότερη ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Λέσβο, η οποία ξεκίνησε πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια.
Η ηφαιστειακή δομή σχηματίσθηκε μέσα από τη διείσδυση ρευστού μάγματος, σε προϋπάρχοντα ηφαιστειακά πετρώματα τα οποία δημιουργήθηκαν στην κύρια φάση της ηφαιστειακής δραστηριότητας. Το ρευστό μάγμα κινήθηκε προς την επιφάνεια μέσα από τα ρήγματα (τις ασυνέχειες του φλοιού), όπου και στερεοποιήθηκε από την απώλεια ενέργειας, δημιουργώντας την ηφαιστειακή δομή που βλέπουμε σήμερα να προεξέχει στο ηφαιστειακό τοπίο.
Τα πετρώματα που περιέβαλλαν την ηφαιστειακή φλέβα διαβρώθηκαν με την πάροδο του γεωλογικού χρόνου, ενώ το στερεοποιημένο μάγμα, καθώς είναι ανθεκτικότερο στη διάβρωση, δημιούργησε τη γεωμορφή που παρατηρούμε στον αγροτικό δρόμο Ερεσού – Σιγρίου και μοιάζει με ένα πέτρινο συμπαγή τοίχο που διαχωρίζει δύο βοσκοτόπια.
Ηφαιστειακός Δόμος Μαστού – Ακρόπολη Ερεσού | Θέση 9
Ο ηφαιστειακός δόμος Μαστός βρίσκεται στη Σκάλα Ερεσού. Στην κορυφή του ήταν χτισμένη η αρχαία Ακρόπολη της Ερεσού.
Αποτελεί το νοτιότερο από μία σειρά ηφαιστειακών δόμων που εμφανίζονται στην ευρύτερη περιοχή και σχηματίσθηκε στην τελευταία φάση της ηφαιστειακής δραστηριότητας, πριν από 16,5 εκατομμύρια χρόνια.
Η δημιουργία του συνδέεται με άνοδο μάγματος που κινήθηκε με μικρή ταχύτητα, διαπέρασε τα παλιότερα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου, αναθόλωσε τα παλαιότερα στρώματα των πυροκλαστικών σχηματισμών που κάλυπταν την περιοχή και δημιούργησε ένα γιγαντιαίο θόλο χωρίς να προκληθεί ηφαιστειακή έκρηξη. Το μάγμα ψύχθηκε και στερεοποιήθηκε σε μικρό, σχετικά, βάθος.
Η διάβρωση των πυροκλαστικών πετρωμάτων που κάποτε τον περιέβαλαν, αποκάλυψε τον εντυπωσιακό θόλο. Στην κορυφή του, εκεί που κάποτε δέσποζε η αρχαία ακρόπολη και ίσως ανέβαινε η Σαπφώ για να αγναντέψει το Αιγαίο, στέκουν σήμερα τα ερείπια του πύργου των Γατελούζων.
Ηφαιστειακός Δόμος Πορτός – Μεσοτόπου | Θέση 10
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ηφαιστειακά οικοδομήματα της Λέσβου αποτελεί ο ηφαιστειακός δόμος Πορτός, που υψώνεται επιβλητικός βόρεια απ’ο την επαρχιακή οδό Μεσοτόπου-Ερεσού, κοντά στη Μονή Πυθαρίου. Πρόκειται για έναν λόφο με μορφή θόλου και απότομες πλαγιές. Το ηφαιστειακό πέτρωμα εμφανίζει έντονες και πυκνές ρωγμές που δημιουργούν διαδοχικές πρισματικές στηλοειδείς μορφές οι οποίες μοιάζουν με κολώνες.
Ο ηφαιστειακός δόμος Πορτός σχηματίσθηκε όταν ρευστό μάγμα διαπέρασε το φλοιό κατά μήκος ενός ρήγματος με διεύθυνση Α-Δ σχηματίζοντας μια ηφαιστειακή φλέβα μεγάλου πάχους. Το μάγμα κινήθηκε ανοδικά με μικρή ταχύτητα, διαπέρασε τα παλαιότερα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου της Λέσβου ηλικίας περίπου 300 εκατομμυρίων ετών, αναθόλωσε τους παλαιότερους ηφαιστειακούς σχηματισμούς της περιοχής και δημιούργησε έναν εντυπωσιακό θόλο.
Η ηφαιστειακή δομή δημιουργήθηκε στην τελευταία περίοδο της ηφαιστειακής δραστηριότητας στη Λέσβο πριν από 16,5 εκατομμύρια χρόνια. Αποτελεί το μεγαλύτερο από μια σειρά ηφαιστειακών δόμων που εμφανίζονται στην ίδια περιοχή. Το μάγμα ψύχθηκε και στερεοποιήθηκε σε μικρό, σχετικά, βάθος από την επιφάνεια. Η διάβρωση των πυροκλαστικών πετρωμάτων που περιέβαλλαν τα ηφαιστειακά πετρώματα, αποκάλυψε τον εντυπωσιακό θόλο που δεσπόζει σήμερα στην περιοχή.
Ηφαιστειακή Καλδέρα Μεσοτόπου – Ηφαιστειακοί Δόμοι | Θέση 11
Η ηφαιστειακή καλδέρα Μεσοτόπου, με διάμετρο που ξεπερνά τα 8 χιλιόμετρα διασώζεται σήμερα κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Το ηφαίστειο του Μεσοτόπου συνδέεται με την κύρια ηφαιστειακή δραστηριότητα της Λέσβου που έλαβε χώρα πριν από 18,5 έως 17 εκατομμύρια χρόνια. Διαδοχικές ηφαιστειακές εκρήξεις διαμόρφωσαν την εκτεταμένη καλδέρα. Στο εσωτερικό της διακρίνονται στρώματα ηφαιστειακών υλικών που απελευθερώθηκαν κατά τις αλλεπάλληλες εκρήξεις του ηφαιστείου καθώς και ηφαιστειακές φλέβες που έχουν διεισδύσει στα παλαιότερα πετρώματα.
Μετά τον σχηματισμό της, μεταγενέστερη ανάβλυση μάγματος, σχημάτισε μικρούς ηφαιστειακούς δόμους, στο εσωτερικό της. Η υδροθερμική δραστηριότητα που ακολούθησε την ηφαιστειακή δράση προκάλεσε την αποσάθρωση των πετρωμάτων στο εσωτερικό της καλδέρας.
Ηφαιστειακή Καλδέρα Βατούσας και Ηφαιστειακοί Δόμοι | Θέση 12
Από τις μεγαλύτερες ηφαιστειακές δομές της Λέσβου είναι η ηφαιστειακή καλδέρα της Βατούσας με διάμετρο που ξεπερνά τα 8,5 χιλιόμετρα. Ο όρος καλδέρα ή καλντέρα προέρχεται από τα ισπανικά (caldera: καζάνι) και περιγράφει το βύθισμα του αναγλύφου που σχηματίζεται από την κατάρρευση του ηφαιστειακού κώνου ενός ηφαιστείου ή τη διάβρωση των τοιχωμάτων του ηφαιστειακού κρατήρα.
Το ηφαίστειο της Βατούσας συνδέεται με την κύρια ηφαιστειακή δραστηριότητα της Λέσβου που έλαβε χώρα πριν από 18,5 έως 17 εκατομμύρια χρόνια. Διαδοχικές ηφαιστειακές εκρήξεις διαμόρφωσαν την εκτεταμένη καλδέρα και προκάλεσαν την κατάρρευση της δυτικής πλευράς του ηφαιστειακού κώνου.
Οι λόφοι που περιβάλλουν σήμερα τη Βατούσα αποτελούν τα όρια της καλδέρας. Μετά τον σχηματισμό της, μεταγενέστερη ανάβλυση μάγματος, σχημάτισε μικρούς ηφαιστειακούς δόμους, που παρατηρούμε σήμερα ανάμεσα στη Βατούσα και τα Χίδηρα. Η υδροθερμική δραστηριότητα που ακολούθησε την ηφαιστειακή δράση προκάλεσε την αποσάθρωση των πετρωμάτων στο εσωτερικό της καλδέρας.
Στο μεγάλο χρονικό διάστημα που πέρασε από την περίοδο που το ηφαίστειο ήταν ενεργό, σημειώθηκαν έντονη τεκτονική δραστηριότητα, διάβρωση και καταστροφή των πετρωμάτων με αποτέλεσμα να μην διακρίνεται εύκολα η αρχική μορφή της ηφαιστειακής καλδέρας. Ωστόσο παρατηρώντας κάποιος προσεκτικά την περιοχή μπορεί να αντιληφθεί το σχήμα του μεγάλου ελλειψοειδούς βυθίσματος που αποτελεί την ηφαιστειακή καλδέρα. Στο εσωτερικό της λεκάνης οργιάζει η βλάστηση λόγω του πλούσιου εδάφους που δημιούργησε η αποσάθρωση των ηφαιστειακών πετρωμάτων.
Σφαιροειδείς Μορφές Αποφλοίωσης Βατούσας | Θέση 13
Κατά μήκος της επαρχιακής οδού Σκαλοχωρίου – Βατούσας συναντώνται σφαιροειδείς μορφές
αποσάθρωσης στα ηφαιστειακά πετρώματα της περιοχής.
Πρόκειται για το αποτέλεσμα της χημικής εξαλλοίωσης και της μηχανικής θραύσης των πετρωμάτων, που εμφανίζεται ως αποφλοίωση των εξωτερικών στρωμάτων τους. Η γεωμορφή αυτή ονομάζεται και ως κρεμμυδοειδής μορφή αποσάθρωσης, ακριβώς λόγω του ότι μοιάζει με την δομή που έχει και ένα κρεμμύδι.
Εξαιτίας της ψύξης του ηφαιστειακού υλικού και των εξωγενών δυνάμεων που δρουν στα πετρώματα (υγρασία, μεταβολή θερμοκρασίας κ.α.), προκαλούν την χημική αποσάθρωση των πετρωμάτων. Η διεργασία αυτή προκαλεί τον σχηματισμό ομόκεντρων σφαιρικών στρωμάτων στην επιφάνεια των πετρωμάτων, που παρατηρούνται σήμερα στην περιοχή.
Ηφαιστειακό Λατυποπαγές Πτερούντας | Θέση 14
Χαρακτηριστικό ηφαιστειακό πέτρωμα που περιέχει πολύχρωμα γωνιώδη θραύσματα λάβας. Λατομεύθηκε στο παρελθόν σε θέσεις κοντά στην Πτερούντα και αποτέλεσε οικοδομικό υλικό για πολλά σπίτια του οικισμού.
Ηφαιστειακή Φλέβα Φίλιας | Θέση 15
Η ηφαιστειακή φλέβα της Φίλιας, βρίσκεται κατά μήκος της επαρχιακής οδού Καλλονής – Σκάλας Ερεσού, κοντά στον οικισμό της Φίλιας και αποτελεί μια εντυπωσιακή ηφαιστειακή δομή που δημιούργησε η νεότερη ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Λέσβο, πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια.
Η ηφαιστειακή δομή σχηματίσθηκε μέσα από την διείσδυση ρευστού μάγματος, δακιτικής σύστασης, σε προϋπάρχοντα ηφαιστειακά πετρώματα που καλύπτουν την ευρύτερη περιοχή. Το ρευστό μάγμα κινήθηκε προς τα ανώτερα τμήματα του φλοιού και την επιφάνεια, μέσα από ρήγματα (τεκτονικά ανοίγματα του φλοιού), όπου και στερεοποιήθηκε από την σταδιακή απώλεια ενέργειας.
Τα πετρώματα που περιέβαλλαν το στερεοποιημένο μάγμα απομακρύνθηκαν μέσω της διάβρωσης με το πέρασμα του γεωλογικού χρόνου, δημιουργώντας τη γεωμορφή που στεφανώνει τον λόφο πάνω από τον οικισμό της Φίλιας.
Ηφαίστειο Ανεμότιας | Θέση 16
Το ηφαίστειο της Ανεμότιας είναι ένα από ηφαίστεια της Λέσβου. Το χωριό της Ανεμότιας είναι χτισμένο στις παρυφές του κρατήρα.
Εντυπωσιακές εικόνες ηφαιστειακών εκχύσεων ρευμάτων λάβας πάνω σε ηφαιστειακούς τόφφους εμφανίζονται στη βόρεια πλευρά του κάμπου της Ανεμότιας, κατά μήκος του δρόμου Καλλονής – Σιγρίου.
Ο ορίζοντας των ηφαιστειακών τόφφων παρεμβάλλεται και διαχωρίζει τις κατώτερες παλαιότερες ηφαιστειακές εκχύσεις λάβας που εμφανίζονται έντονα εξαλλοιωμένες στη νότια πλευρά του κάμπου της Ανεμότιας, από τις νεώτερες που εμφανίζονται στη βόρια πλευρά και φαίνεται να τοποθετούνται πάνω από τα πυροκλαστικά πετρώματα.
Το ηφαίστειο της Ανεμότιας ήταν ενεργό πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια.
«Κεριά» Δομές Διάβρωσης | Θέση 17
Στην περιοχή της Μονής Λειμώνος, κατά μήκος της επαρχιακής οδού Καλλονής – Σιγρίου εμφανίζονται επιβλητικές μορφές βράχων, τις οποίες η δράση του νερού, σε συνεργασία με την αιολική διάβρωση και τις θερμοκρασιακές μεταβολές, σμίλευσε σε μορφές κεριού.
Πρόκειται για μορφές διάβρωσης ηφαιστειακών πετρωμάτων. Τα πετρώματα που περιέβαλλαν
τους κατακόρυφους αυτούς βράχους διαβρώθηκαν, ενώ αυτοί ως ανθεκτικότεροι στη διάβρωση
αποκαλύφθηκαν σιγά σιγά και ξεπροβάλλουν σήμερα επιβλητικά.
Τα «Κεριά» αποτελούν ένα εντυπωσιακό δημιούργημα, το οποίο η φύση εξελίσσει ασταμάτητα εδώ και εκατομμύρια χρόνια, όπως και τη «Λαμπάδα», ο βράχος που ορθώνεται αμέσως μετά. Το πέρασμα του χρόνου σε συνεργασία με τις διεργασίες της αποσάθρωσης και διάβρωσης άφησαν στη λεσβιακή φύση τόσο εντυπωσιακές όσο και παράξενες δομές, κατάλοιπα της έντονης ηφαιστειακής δράσης που επικρατούσε πριν από 21,5 – 16,5 εκατομμύρια χρόνια στη Λέσβο.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ηφαιστειακά οικοδομήματα της Λέσβου είναι ο ηφαιστειακός δόμος (θόλος) που βρίσκεται στη Μήθυμνα.
Το κάστρο και ο οικισμός της Μήθυμνας χτίστηκαν πάνω στον ηφαιστειακό δόμο που σχηματίστηκε από άνοδο μάγματος στην τελευταία φάση της ηφαιστειακής δραστηριότητας της Λέσβου, πριν από 16,5 Από εκατομμύρια χρόνια.
Η δημιουργία του συνδέεται με άνοδο μάγματος που κινήθηκε με μικρή ταχύτητα, διαπέρασε τα παλιότερα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου, αναθόλωσε τα παλαιότερα στρώματα των πυροκλαστικών σχηματισμών που κάλυπταν την περιοχή και δημιούργησε ένα γιγαντιαίο θόλο χωρίς να προκληθεί ηφαιστειακή έκρηξη. Το μάγμα ψύχθηκε και στερεοποιήθηκε σε μικρό, σχετικά, βάθος. Η διάβρωση των πυροκλαστικών πετρωμάτων που κάποτε τον περιέβαλαν, αποκάλυψε τον εντυπωσιακό θόλο.
Ηφαιστειακός Δόμος Μήθυμνας | Θέση 18
Στηλοειδείς Λάβες Υψηλομετώπου – «Κοντύλια» | Θέση 19
Κατά μήκος της επαρχιακής οδού Πελόπης – Υψηλομέτωπου, βρίσκονται οι εντυπωσιακές στηλοειδείς λάβες που μοιάζουν με φυσικές κολόνες, τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη και οι ντόπιοι τις ονομάζουν «Κοντύλια».
Η δημιουργία τους συνδέεται με την ηφαιστειακή δραστηριότητα που εκδηλώθηκε στην περιοχή, πριν από 21,5-16,5 εκατομμύρια χρόνια και πιο συγκεκριμένα με το ηφαίστειο του Λεπέτυμνου, το μεγαλύτερο ηφαιστειακό κέντρο της Λέσβου.
Η εντυπωσιακή γεωλογική δομή οφείλεται στην γρήγορη ψύξη ενός ρεύματος λάβας, δακιτικής σύστασης, που ανάβλυσε από τον ηφαιστειακό δόμο του Προφήτη Ηλία.
Καθώς το ρευστό υλικό ανέβαινε με χαμηλή ταχύτητα προς την επιφάνεια της γης, ψύχθηκε απότομα στο εσωτερικό του ηφαιστείου, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν συστήματα πολλαπλών παράλληλων ρωγμώσεων σε όλο τον όγκο του. Κατά μήκος των ρωγμών αυτών, τα πετρώματα διαχωρίστηκαν και σχημάτισαν εντυπωσιακά πενταγωνικά ή εξαγωνικά πρίσματα, που εμφανίζονται σήμερα και χαρακτηρίζουν το τοπίο της περιοχής.
Ηφαιστειακός Λαιμός Πέτρας | Θέση 20
O μεγάλος βράχος της Παναγίας, που δεσπόζει στο κέντρο του οικισμού της Πέτρας, αποτελεί ένα ηφαιστειακό οικοδόμημα που ονομάζεται ηφαιστειακός λαιμός.
Οι ηφαιστειακοί λαιμοί είναι σωληνοειδείς αγωγοί που διοχετεύουν ρευστό μάγμα στην επιφάνεια της γης συνδέοντάς τους με τον θάλαμο μάγματος, ο οποίος βρίσκεται στο εσωτερικό του γήινου φλοιού και τροφοδοτεί ένα ηφαίστειο.
Ο ηφαιστειακός λαιμός Πέτρας, πάνω στον οποίο χτίσθηκε η εκκλησία της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, αποτελεί έναν πλευρικό ηφαιστειακό αγωγό, τον οποίο τροφοδοτούσε με ανδεσιτική λάβα ο υπόγειος μαγματικός θάλαμος του ηφαιστείου του Λεπέτυμνου.
Τα πετρώματα που περιέβαλλαν τον ηφαιστειακό λαιμό διαβρώθηκαν μετά το τέλος της ηφαιστειακής δραστηριότητας ενώ η ανδεσιτική λάβα καθώς ήταν ανθεκτικότερη στη διάβρωση, δημιούργησε τον μεγάλο βράχο της Πέτρας.
Ηφαιστειακή Φλέβα Πέτρας (Αυλάκι) | Θέση 21
Η ηφαιστειακή φλέβα στο Αυλάκι της Πέτρας αποτελεί μια χαρακτηριστική γεωμορφή που δημιούργησε η νεότερη ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Λέσβο, η οποία ξεκίνησε πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια.
Η φλέβα στο Αυλάκι σχηματίσθηκε από διείσδυση δακιτικού μάγματος σε προϋπάρχοντα ηφαιστειακά πετρώματα τα οποία δημιουργήθηκαν στην κύρια φάση της ηφαιστειακής δραστηριότητας πριν 18,5 έως 17 εκατομμύρια χρόνια. Η διείσδυση του μάγματος στα ανώτερα στρώματα του φλοιού, οδήγησε σε ψύξη και στερεοποίησή του.
Τα πετρώματα που περιέβαλλαν την ηφαιστειακή φλέβα διαβρώθηκαν μετά το τέλος της ηφαιστειακής δραστηριότητας ενώ το δακιτικό πέτρωμα, ανθεκτικότερο στη διάβρωση, δημιούργησε τη γεωμορφή που στεφανώνει τον λόφο στο Αυλάκι.
Στηλοειδείς Λάβες Κάστρου Μήθυμνας | Θέση 22
Εντυπωσιακές στηλοειδείς μορφές λάβας εμφανίζονται στη βόρεια πλευρά του ηφαιστειακού δόμου της Μήθυμνας. Μοιάζουν με κολόνες τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη, και δημιουργήθηκαν εξαιτίας της γρήγορης ψύξης του μάγματος κοντά στην επιφάνεια της γης. Καθώς το μάγμα έφτασε κοντά στην επιφάνεια, ψύχθηκε απότομα, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν συστήματα πολλαπλών παράλληλων ρωγμών σε όλο τον όγκο του. Κατά μήκος των ρωγμών αυτών, τα πετρώματα διαχωρίσθηκαν και σχημάτισαν τις εντυπωσιακές πενταγωνικές ή εξαγωνικές φυσικές κολόνες που παρατηρούμε σήμερα.
Ηφαιστειακός Δόμος Προφήτης Ηλίας Λεπετύμνου | Θέση 23 &
Ηφαιστειακός Δόμος Βίγλας Λεπετύμνου | Θέση 24
O Λεπέτυμνος το ψηλότερο βουνό της Λέσβου, αποτελεί το μεγαλύτερο ηφαίστειο του νησιού. Οι ψηλές κορυφές του, ο Προφήτης Ηλίας και η Βίγλα αποτελούν δύο μεγάλους ηφαιστειακούς δόμους που δημιουργήθηκαν πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια, όταν παχύρευστη λάβα ανάβλυσε στο κέντρο της μεγάλης καλδέρας της Βόρειας Λέσβου.
Η ηφαιστειακή ιστορία του Λεπετύμνου είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα στην περιοχή ξεκίνησε πριν από 22 εκατομμύρια χρόνια και σιγά-σιγά μέσα από αλλεπάλληλες ηφαιστειακές εκρήξεις και εκχύσεις μάγματος δημιουργήθηκε ένα μεγάλο στρωματοηφαίστειο. Πριν από 18 εκατομμύρια χρόνια μια τεράστια έκρηξη κατέστρεψε τον ηφαιστειακό κώνο και στη θέση του δημιούργησε μια μεγάλη ηφαιστειακή καλδέρα, η οποία εκτείνεται από το Μόλυβο μέχρι την περιοχή του Πετσοφά στην Καλλονή. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα συνεχίσθηκε, και στο εσωτερικό της μεγάλης καλδέρας δημιουργήθηκαν οι δύο ηφαιστειακοί δόμοι του Προφήτη Ηλία και της Βίγλας, με υψόμετρο 938 και 968 μέτρα, αντίστοιχα.
Στο Λεπέτυμνο εκτός από πλούσια γεωποικιλότητα συναντάμε ένα ιδιαίτερο οικοσύστημα που το χαρακτηρίζει η πλούσια βιοποικιλότητα. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο είναι η παρουσία εντυπωσιακών άγριων αλόγων που ζουν ελεύθερα στις πλαγιές του ηφαιστείου.
Σκάλα Συκαμιάς – Ρεύμα Λάβας Παναγιάς Γοργόνας | Θέση 25
Στην περιοχή του οικισμού Σκάλας Συκαμιάς, εμφανίζονται ηφαιστειακά πετρώματα που δημιουργούν μια μικρή χερσόνησο και τα βράχια πάνω στα οποία είναι κτισμένο το εκκλησάκι της Παναγίας Γοργόνας στην ανατολική της πλευρά της οποίας έχει κατασκευασθεί το γραφικό λιμανάκι της Σκάλας Συκαμιάς.
Τα πετρώματα δημιουργήθηκαν από μια ροή λάβας ιγνιμβρίτη. Οι ροές λάβας ιγνιμβρίτη με τα χαρακτηριστικά κοκκινωπά χρώματα τους προέρχονται από μια μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου του Λεπετύμνου που έλαβε χώρα πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια και σκέπασε σχεδόν ολόκληρη τη Λέσβο. Τεράστιες ποσότητες λάβας ανάβλυσαν στην επιφάνεια από το ηφαίστειο του Λεπετύμνου και σχημάτισαν ιγνιμβριτικές ροές οι οποίες κάλυψαν μεγάλες αποστάσεις και έφτασαν στα βόρεια στην περιοχή της Σκάλας Σκαμιάς, στις Νέες Κυδωνίες στα ανατολικά, στα Βατερά και στα Μάκαρρα στο νότο και στην περιοχή της Άντισσας στα δυτικά.
Ο ιγνιμβρίτης είναι ηφαιστειακό πέτρωμα, που δημιουργείται από την στερεοποίηση λεπτόρευστου πυριτικής σύστασης μάγματος που κινείται με μεγάλη ταχύτητα και περιέχει σε μεγάλο ποσοστό θερμά αέρια, θραύσματα ελαφρόπετρας και άλλων πυροκλαστικών υλικών.
Τα αέρια που περιέχονται στο μάγμα σχηματίζουν φυσαλίδες που παραμένουν και μετά τη στερεοποίηση της ρευστής λάβας, ως κενοί χώροι στο εσωτερικό του πετρώματος. Το ατρακτοειδές σχήμα που αποκτούν από την συμπίεση τους προσέδωσε την ονομασία «φλόγες». Το κοκκινωπό ή σκούρο ροζ χρώμα του πετρώματος οφείλεται στην εξαλλοίωση του αιματίτη που περιέχεται στο μάγμα.
Στηλοειδείς Λάβες Παναγιά Τοκμάκια | Θέση 26
Η νησίδα Παναγιά, μικρή βραχονησίδα στα ανατολικά της ακτής του Μανταμάδου, αποτελεί ένα από τα σπάνια δημιουργήματα της φύσης. Αποτελείται από λάβες οι οποίες εμφανίζουν εντυπωσιακή στηλοειδή κατάτμηση. Πρόκειται για διείσδυση μάγματος που συνδέεται με το ηφαιστειακό κέντρο του Λεπετύμνου και την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα πριν από 21,5 – 16,5 εκατομμύρια χρόνια.
Οι εντυπωσιακές ανδεσιτικής προελεύσεως στηλοειδείς μορφές λάβας δημιουργήθηκαν από την απότομη ψύξη του διάπυρου υλικού καθώς αυτό ανέβαινε προς την επιφάνεια. Καθώς το μάγμα πλησίαζε προς την επιφάνεια ψύχθηκε απότομα, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη πολλαπλών παράλληλων δικτύων από ρωγμές. Κατά μήκος των ρωγμών το πέτρωμα χωρίστηκε και σχημάτισε εντυπωσιακές πενταγωνικές ή εξαγωνικές στήλες.
Ιγνιμβρίτης Αχλαδερής | Θέση 27
Ο ιγνιμβρίτης της Λέσβου κάνει χαρακτηριστική εμφάνιση κατά μήκος του δρόμου της Αχλαδερής. Πρόκειται για ένα ηφαιστειακό πέτρωμα που ανήκει στις κατώτερες μονάδες του, λευκού και γκρίζου, ιγνιμβρίτη και προέρχεται από το ηφαίστειο του Λεπετύμνου.
Αυτό το ηφαιστειακό πέτρωμα συναντάται, στην ανατολική πλευρά, γύρω από τον Κόλπο της Καλλονής, και γύρω από τους οικισμούς του Σταυρού, του Ακρασίου, και των βασιλικών. Επίσης, μεγάλη εμφάνιση κάνει και στο βορειοανατολικό τμήμα της Λέσβου, από την Σκάλα Κυδωνιών μέχρι και τον οικισμό του Μανταμάδου και της Αγίας Παρασκευής.
Οι ροές ιγνιμβριτών αποτελούν το πιο καταστροφικό ηφαιστειακό φαινόμενο. Η δημιουργία τους συνδέεται με την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα που εκδηλώθηκε στην περιοχή του βορειοανατολικού Αιγαίου πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια. Ο ιγνιμβρίτης αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πέτρωμα που δίνει πληροφορίες για τον μαγματικό θάλαμο και την ιστορία της ηφαιστειακής έκρηξης.
Ο ιγνιμβρίτης δημιουργείται όταν θερμά αέρια ηφαιστείου παρασύρουν θραύσματα κίσσηρης (ελαφρόπετρας), γυαλιού, σταγονίδια λάβας και άλλα πυροκλαστικά υλικά τα οποία επικάθονται στη συνέχεια στο έδαφος. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιγνιμβρίτη είναι οι φλόγες. Πρόκειται για κομμάτια κίσσηρης (ελαφρόπετρας) που συγκολλούνται σε υαλώδη φλογοειδή σχήματα όταν η θερμοκρασία σχηματισμού του ιγνιμβρίτη είναι αρκετά μεγάλη.
Στην περιοχή της Αχλαδερής η μονάδα του λευκού ιγνιμβρίτη είναι η λιγότερο συγκολλημένη μονάδα. Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση τεμαχιδίων ασυμπίεστης λευκής κίσσηρης και ελάχιστων φλογών, ενώ το ανώτερο τμήμα της είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε κίσσηρη.
Ηφαιστειακή Φλέβα Αλυφαντών | Θέση 28
Μια εντυπωσιακή εικόνα διείσδυσης ηφαιστειακού υλικού σε γκριζωπούς ασβεστόλιθους που ανήκουν στα παλαιότερα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου της Λέσβου, εμφανίζεται στην περιοχή της Παγανής, στην έξοδο της Μυτιλήνης.
Συγκεκριμένα στα τοιχώματα του παλιού λατομείου ασβεστόλιθου βλέπουμε μια ηφαιστειακή φλέβα από πρασινωπή λάβα να διαπερνάει μεγάλου πάχους παχυστρωματώδεις κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους, ηλικίας 250-300 εκατομμυρίων ετών.
Η ηφαιστειακή φλέβα δεν φθάνει μέχρι την επιφάνεια καθώς διακρίνεται να την σκεπάζει το τελευταίο επιφανειακό στρώμα του ασβεστόλιθου. Δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της νεότερης ηφαιστειακής δραστηριότητας στη Λέσβο, η οποία ξεκίνησε πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια. Το ρευστό μάγμα κινήθηκε προς την επιφάνεια αξιοποιώντας μια ρωγμή και σχημάτισε την ηφαιστειακή φλέβα. Ωστόσο, λόγω απώλειας ενέργειας, δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι την επιφάνεια και να δημιουργήσει μια επιφανειακή ροή ρευστού μάγματος, με αποτέλεσμα την στερεοποίηση του ηφαιστειακού υλικού στην θέση όπου το παρατηρούμε σήμερα.
Ηφαιστειακή Φλέβα Μήθυμνας | Θέση 43
Η ηφαιστειακή φλέβα της Μήθυμνας, είναι ορατή στο δρόμο που συνδέει τη Μήθυμνα με το Βαφειό και αποτελεί μια χαρακτηριστική γεωμορφή που δημιούργησε η νεώτερη ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Λέσβο, η οποία ξεκίνησε πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια.
Η φλέβα της Μήθυμνας σχηματίσθηκε από διείσδυση δακιτικού μάγματος σε προϋπάρχοντα ηφαιστειακά πετρώματα τα οποία δημιουργήθηκαν στην κύρια φάση της ηφαιστειακής δραστηριότητας πριν από 18,5 έως 17 εκατομμύρια χρόνια. Η διείσδυση του μάγματος στα ανώτερα στρώματα του φλοιού οδήγησε σε ψύξη και στερεοποίησή της.
Τα πετρώματα που περιέβαλαν την ηφαιστειακή φλέβα διαβρώθηκαν μετά το τέλος της ηφαιστειακής δραστηριότητας ενώ η δακιτική λάβα, ανθεκτικότερη στη διάβρωση, δημιούργησε τη γεωμορφή που παρατηρούμε σήμερα στον δρόμο Μήθυμνας – Βαφειού.
Ηφαιστειακή Καλδέρα Άγρας | Θέση 44
Η ηφαιστειακή καλδέρα της Άγρας, με διάμετρο 6,5 χιλιόμετρα, είναι μια από τις νεότερες ηφαιστειακές δομές της Λέσβου και βρίσκεται νότια από την παλαιότερή της καλδέρα της Βατούσας.
Το ηφαίστειο της Άγρας συνδέεται με τη νεότερη ηφαιστειακή δραστηριότητα της Λέσβου η οποία ξεκίνησε πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια. Διαδοχικές ηφαιστειακές εκρήξεις διαμόρφωσαν την καλά διατηρημένη καλδέρα.
Ο οικισμός της Άγρας είναι χτισμένος στη δυτική εσωτερική πλευρά της καλδέρας. Οι λόφοι που περιβάλλουν σήμερα την Άγρα αποτελούν τα όρια της καλδέρας. Παρά το μεγάλο χρονικό διάστημα που πέρασε από την περίοδο που το ηφαίστειο ήταν ενεργό, διατηρεί καλύτερα από κάθε άλλη δομή το χαρακτηριστικό σχήμα της καλδέρας. Νεότερη τεκτονική δραστηριότητα δημιούργησε την έξοδο του υδρογραφικού δικτύου στη νότια πλευρά της καλδέρας που αποστραγγίζει την ηφαιστειακή λεκάνη.
Στηλοειδείς Λάβες Λιγώνα | Θέση 45
Στην περιοχή της Λιγώνας στην Πέτρα, στις δυτικές πλαγιές του ηφαιστείου του Λεπέτυμνου, του μεγαλύτερου ηφαιστειακού κέντρου της Λέσβου, εμφανίζονται εντυπωσιακές στηλοειδείς κολώνες λάβας τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη.
Πρόκειται για ηφαιστειακές δομές που δημιουργούνται κατά την διαδικασία ψύξης του ρευστού μάγματος, από την ανάπτυξη διαδοχικών ρωγμών στο εσωτερικό του ηφαιστειακού πετρώματος, που καταλήγουν στο σχηματισμό μιας συστοιχίας πολυγωνικών πρισμάτων που έχουν τη μορφή στηλών.
Οι πρισματικές κολώνες λάβας της Λιγώνας δημιουργήθηκαν κατά την απότομη ψύξη ρευμάτων λάβας, δακιτικής σύστασης, που ανάβλυσαν πριν από 18 εκατομμύρια χρόνια από το ηφαίστειο του Λεπετύμνου. Όταν ρευστό μάγμα έφτασε στην επιφάνεια, δημιουργήθηκαν ροές πυρακτωμένου μάγματος που κινήθηκαν στις πλαγιές του ηφαιστείου. Το μάγμα ψύχθηκε γρήγορα με αποτέλεσμα την δημιουργία πολλαπλών παράλληλων ρωγμώσεων σε όλο τον όγκο του πετρώματος. Κατά μήκος των ρωγμών αυτών, το πέτρωμα διαχωρίσθηκε σχηματίζοντας εντυπωσιακές πενταγωνικές ή εξαγωνικές φυσικές κολώνες που παρατηρούμε σήμερα να δημιουργούν εντυπωσιακά σύνολα στην κοιλάδα της Λιγώνας.
Ηφαιστειακός Δόμος Σκαλοχωρίου | Θέση 49
Μια από τις πιο εντυπωσιακές ηφαιστειακές δομές της δυτικής χερσονήσου της Λέσβου αποτελεί ο εντυπωσιακός ηφαιστειακός δόμος Σκαλοχωρίου. Βρίσκεται βόρεια του ομώνυμου οικισμού και αποτελεί το ύψωμα, πάνω στο οποίο είναι χτισμένο το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία.
Η δημιουργία του συνδέεται με την απότομη ψύξη ρευστού υλικού, που προήλθε από τον μαγματικό θάλαμο, στο εσωτερικό της Γης, πριν από περίπου 17 εκατομμύρια χρόνια.
Καθώς το μάγμα κινούνταν προς την επιφάνεια με χαμηλή ταχύτητα, διαπέρασε τα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου της Λέσβου, ηλικίας 300 εκατομμυρίων ετών, αναθόλωσε τους παλαιότερους ηφαιστειακούς σχηματισμούς της περιοχής και δημιούργησε έναν γιγαντιαίο θόλο χωρίς να προκληθεί ηφαιστειακή έκρηξη.
Το μάγμα ψύχθηκε σε μικρό σχετικά βάθος και αποκαλύφθηκε μέσα από την διάβρωση των πετρωμάτων που περιέβαλλαν το ηφαιστειακό υλικό, δημιουργώντας τον εντυπωσιακό θόλο που δεσπόζει σήμερα στην περιοχή.
Ροή Λάβας Ιγνιμβρίτη Σκάλας Νέων Κυδωνιών | Θέση 121
Στην περιοχή του οικισμού Σκάλας Νέων Κυδωνιών, εμφανίζονται κατά μήκος της παραλίας, εντυπωσιακές ροές λάβας. Πρόκειται για ροές λάβας ιγνιμβρίτη μεγάλου πάχους, που σχηματίζουν γλώσσες ξηράς που μπαίνουν μέσα στη θάλασσα σχηματίζοντας μικρές χερσονήσους.
Οι ροές λάβας ιγνιμβρίτη με τα χαρακτηριστικά κοκκινωπά χρωματα τους προέρχονται από μια μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου του Λεπετύμνου που έλαβε χώρα πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια και σκέπασε σχεδόν ολόκληρη τη Λέσβο, καθώς οι ιγνιμβριτικές ροές κάλυψαν μεγάλες αποστάσεις και έφτασαν μέχρι τις Νέες Κυδωνίες στα ανατολικά, τα Βατερά και τα Μάκαρρα στο νότο και την Άντισσα στα δυτικά Ο ιγνιμβρίτης είναι ηφαιστειακό πέτρωμα, που δημιουργείται από την στερεοποίηση λεπτόρευστου πυριτικής σύστασης μάγματος που κινείται με μεγάλη ταχύτητα και περιέχει σε μεγάλο ποσοστό θερμά αέρια, θραύσματα ελαφρόπετρας και άλλων πυροκλαστικών υλικών. Τα αέρια που περιέχονται στο μάγμα σχηματίζουν φυσαλίδες που παραμένουν και μετά τη στερεοποίηση της ρευστής λάβας, ως κενοί χώροι στο εσωτερικό του πετρώματος. Το ατρακτοειδές σχήμα που αποκτούν από την συμπίεση τους προσέδωσε την ονομασία «φλόγες». Το κοκκινωπό ή σκούρο ροζ χρώμα, των πετρωμάτων οφείλεται στην εξαλλοίωση του αιματίτη που περιέχεται στο μάγμα.
Στο παράκτιο τμήμα των ιγνιμβριτικών ροών παρατηρούνται κυψελοειδείς μορφές αποσάθρωσης (ταφόνι), που δημιουργούνται από τη θαλάσσια διάβρωση, τον άνεμο, το θαλάσσιο σπρέι και τις θερμοκρασιακές μεταβολές που προκαλούν την διαστολή και συστολή των κρυστάλλων των μεταλλικών ορυκτών, γεγονός που μειώνει την συνοχή του πετρώματος.
Ηφαιστειακός Λαιμός Αγίου Νικολάου Πελόπης | Θέση 138
Κατά μήκος του δρόμου ανάμεσα στου οικισμούς της Πελόπης και Υψηλομέτωπου, ανυψώνεται ο εντυπωσιακός ηφαιστειακός λαιμός που βρίσκεται κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου Πελόπης.
Πρόκειται για ένα ηφαιστειακό οικοδόμημα, ηλικίας περίπου 17 εκατομμυρίων ετών. Αποτελεί έναν πλευρικό ηφαιστειακό αγωγό τον οποίο τροφοδοτούσε ο υπόγειος μαγματικός θάλαμος του ηφαιστείου του Λεπετύμνου, με λάβα δακιτικής σύστασης. Το μάγμα ανέβηκε αργά προς την επιφάνεια χωρίς να δημιουργήσει βίαιη ηφαιστειακή έκρηξη.
Με την πάροδο του χρόνου τα πετρώματα που κάλυπταν τα, ανθεκτικότερα στη διάβρωση, ηφαιστειακά υλικά, διαβρώθηκαν με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο εντυπωσιακός ηφαιστειακός λαιμός, που χαρακτηρίζει το τοπίο και την γεωλογική ιστορία της περιοχής.
Ηφαιστειακός Λαιμός Αγίου Γεωργίου Στύψης | Θέση 141
Κατά μήκος του επαρχιακού οδικού δικτύου Καλλονής – Στύψης, βρίσκεται ο εντυπωσιακός ηφαιστειακός λαιμός του Αγίου Γεωργίου Στύψης. Αποτελεί ένα εντυπωσιακό ηφαιστειακό οικοδόμημα, ηλικίας περίπου 17 εκατομμυρίων ετών, πάνω στο οποίο βρίσκεται χτισμένο σήμερα το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου.
Η ηφαιστειακή δομή που παρατηρείται στο σημερινό ανάγλυφο της περιοχής, αποτελεί ένα πλευρικό ηφαιστειακό αγωγό, τον οποίο τροφοδοτούσε με λάβα, δακιτικής σύστασης, ο μαγματικός θάλαμος του ηφαιστείου του Λεπέτυμνου. Η αργή κίνηση του μάγματος προς την επιφάνεια, είχε ως αποτέλεσμα την στερεοποίησή του πριν φθάσει στην επιφάνεια και δημιουργήσει ηφαιστειακή έκρηξη.
Μετά το τέλος της ηφαιστειακής δραστηριότητας, με την πάροδο του χρόνου, τα περιβάλλοντα πετρώματα που κάλυπταν τα ηφαιστειακά υλικά διαβρώθηκαν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο εντυπωσιακός ηφαιστειακός λαιμός, που διαμορφώνει και χαρακτηρίζει την σημερινή εικόνα του τοπίου της περιοχής.
Ηφαιστειακή Φλέβα Μονής Περιβολής | Θέση 148
Στη δυτική χερσόνησο της Λέσβου, κατά μήκος του δρόμου, κοντά στη Μονή Περιβολής βρίσκεται μια εντυπωσιακή φλεβική διείσδυση ηφαιστειακού υλικού, μέσα στα πυροκλαστικά πετρώματα της περιοχής.
Πρόκειται για την εντυπωσιακή εμφάνιση της σκουρόχρωμης λάβας, δακιτικής σύστασης, να διαπερνά τα λευκά πυροκλαστικά υλικά, ηλικίας περίπου 17 εκατομμυρίων ετών. Η δημιουργία της οφείλεται στην ανοδική κίνηση ενός ρεύματος δακιτικής λάβας προς τα ανώτερα στρώματα του φλοιού. Εξαιτίας της σταδιακής απώλειας ενέργειας, το διάπυρο υλικό ψύχθηκε πριν καταφέρει να περάσει τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα και να ρεύσει επιφανειακά.
Τόσο η διάβρωση των γεωλογικών σχηματισμών που κάλυπταν την ηφαιστειακή φλέβα, όσο και η διάνοιξη του δρόμου Καλλονής – Σιγρίου, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της εντυπωσιακής γεωλογικής δομής που μας διηγείται την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα του χώρου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια.
Ηφαιστειακές Βολίδες Πελόπης | Θέση 150
Τα τεκμήρια μιας μεγάλης ηφαιστειακής έκρηξης που συγκλόνισε την Κεντρική Λέσβο πριν από 18 εκατομμύρια χρόνια παρουσιάζονται σε ένα εντυπωσιακό γεώτοπο στις πλαγιές του ηφαιστειακού κέντρου του Λεπετύμνου, νότια του χωριού Πελόπη.
Αποθέσεις ηφαιστειακών υλικών που εκτοξεύτηκαν κατά την διάρκεια διαδοχικών εκρήξεων δημιούργησαν επάλληλα στρώματα πυροκλαστικών υλικών. Ηφαιστειακή τέφρα σχηματίζει στρώματα πλούσια σε μικρά σφαιρικά σώματα ελαφρόπετρας.
Μια μεγάλη ηφαιστειακή βολίδα που εκτοξεύθηκε κατά την διάρκεια μιας μεγάλης ηφαιστειακής έκρηξης από τον ηφαιστειακό κρατήρα, σημάδι της βιαιότητας της, δημιούργησε ένα μικρό κρατήρα καθώς βυθίσθηκε μέσα στις τότε πρόσφατες και χωρίς συνοχή αποθέσεις των ηφαιστειακών υλικών.
Η θέση της ηφαιστειακής βολίδας βοηθά στον προσδιορισμό της θέσης του ηφαιστειακού κρατήρα από τον οποίο εκτοξεύθηκε και διανύοντας μια παραβολική τροχιά.
Ακολούθησαν νεότερα ηφαιστειακά γεγονότα που προκάλεσαν την απόθεση νεότερων στρωμάτων που κάλυψαν τα ίχνη της βολίδας και σκέπασαν τα ηφαιστειακά υλικά που δέχθηκαν τα προϊόντα της ηφαιστειακής έκρηξης.
Τα τεκμήρια της άγνωστης στους πολλούς ηφαιστειακής ιστορίας της Λέσβου βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την έκταση του νησιού και μας περιμένουν για να διηγηθούν τις ιστορίες τους!
Ηφαιστειακός Δόμος Χρούσου | Θέση 151
Στο Νοτιοδυτικό άκρο της Λέσβου, στην περιοχή του Χρούσου, βρίσκεται ο ηφαιστειακός δόμος του Αετού, Χρούσου. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό ηφαιστειακό λόφο με τη μορφή θόλου που χαρακτηρίζεται από απότομες πλαγιές.
Ο ηφαιστειακός δόμος του Χρούσου αποτελεί ένα ηφαιστειακό οικοδόμημα, η δημιουργία του οποίου συνδέεται με την ανοδική κίνηση μάγματος, το οποίο διαπέρασε τους ηφαιστειακούς σχηματισμούς. Το μάγμα κινήθηκε ανοδικά μέσω ενός ηφαιστειακού πόρου που συνδέει τον μαγματικό θάλαμο με την επιφάνεια. Καθώς το διάπυρο υλικό ανέβηκε προς την επιφάνεια, διαπέρασε τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα λαβών, ανδεσιτικής και δακιτικής σύστασης, και με την σταδιακή απώλεια αερίων, το μάγμα άρχισε να χάνει την δύναμή του, με αποτέλεσμα να στερεοποιηθεί σε χαμηλό βάθος, χωρίς να προκληθεί ηφαιστειακή έκρηξη.
Με την πάροδο του γεωλογικού χρόνου, τα πετρώματα που περιέβαλλαν το στερεοποιημένο μάγμα διαβρώθηκαν, με αποτέλεσμα να εμφανισθεί ο εντυπωσιακός δόμος του Χρούσου, που χαρακτηρίζει το τοπίο.
ΓΕΩΤΟΠΟΙ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ
Φαράγγι Βούλγαρη | Θέση 30
Στη Δυτική Λέσβο, ανάμεσα στους οικισμούς της Βατούσας και της Άντισσας, δημιουργείται η κοιλάδα του ποταμού Βούλγαρη σε ένα τμήμα της οποίας εμφανίζεται το εντυπωσιακό φαράγγι του Βούλγαρη.
Η περιοχή της κοιλάδας του Βούλγαρη έχει διανοιχθεί στους ηφαιστειακούς σχηματισμούς του ηφαιστείου της Βατούσας το οποίο συνδέεται με την κύρια ηφαιστειακή δραστηριότητα της Λέσβου, πριν από περίπου 18 εκατομμύρια χρόνια.. Ο έντονος τεκτονισμός της περιοχής δημιούργησε μεγάλα ρήγματα που επηρεάζουν και κατακερματίζουν τα ηφαιστειακά πετρώματα.
Η δημιουργία του φαραγγιού οφείλεται σε μεγάλα γεωλογικά ρήγματα που διασχίζουν τα ηφαιστειακά κροκαλοπαγή που εμφανίζονται στην περιοχή. Το νερό του ποταμού Βούλγαρη ακολουθεί την κατακερματισμένη ζώνη των ρηγμάτων και διαβρώνει σε βάθος με μεγάλη ταχύτητα δημιουργώντας μια εντυπωσιακή χαράδρα και απόκρημνες βραχώδεις πλευρές. Η δράση του νερού διαβρώνει τους ηφαιστειακούς κροκαλοπαγείς σχηματισμούς και δημιουργεί εντυπωσιακές γεωμορφές.
Η περιοχή του φαραγγιού αποτελεί προστατευόμενη περιοχή και ιδανικό τόπο για ορνιθοπαρατήρηση, και είναι ενταγμένη στο δίκτυο ΦΥΣΗ 2000, καθώς πλήθος σπάνιων πουλιών βρίσκουν καταφύγιο εκεί. Ακόμη, η σπουδαιότητα της περιοχής προκύπτει από την ύπαρξη αξιόλογου αναπαραγόμενου πληθυσμού των ειδών: Αετογερακίνα (Buteo rufinus), Μαυροπελαργός (Ciconia nigra), Μεσοτσικλιτάρα (Dendrocopos medius), Σμιρνοτσίχλονο (Emberiza cineracea), Χρυσογέρακο (Falco biarmicus), Κιρκινέζι (Falco naumanni), Μύχος (Puffinus yelkouan) κ.ά.
Φαράγγι Τσικνιά | Θέση 31
Το φαράγγι Τσικνιά βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα Βορειοανατολικά του οικισμού της Αρίσβης και σχηματίσθηκε από την δράση του νερού, του ομώνυμου ποταμού, που περνάει πάνω από τα ίχνη μεγάλων γεωλογικών ρηγμάτων, με διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ και ΒΑ-ΝΔ.
Ο Τσικνιάς αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους χείμαρρους περιοδικής ροής της Λέσβου. Ο χείμαρρος αποστραγγίζει μια λεκάνη απορροής έκτασης περίπου 90 km2 που καταλαμβάνει τις νότιες πλαγιές του ηφαιστείου του Λεπετύμνου και περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας και κεντρικής Λέσβου. Η κοίτη του ποταμού έχει γενική διεύθυνση ροής ΒΑ-ΝΔ, ενώ λίγο πριν την εκβολή του στον κόλπο της Καλλονής στρέφεται σε Β-Ν.
Ο ποταμός διαρρέει αποκλειστικά ηφαιστειακούς σχηματισμούς ηλικίας από 21,5 έως 17 εκατομμυρίων ετών. Όταν συναντά τις προσχωσιγενείς πεδιάδες γύρω από τον κόλπο της Καλλονής, διαρρέει τεταρτογενείς ποταμοχειμάριες αποθέσεις, που αποτελούνται από κροκαλοπαγή, άμμους και αργίλους.
Η κοιλάδα του Τσικνιά και οι υγρότοποι που σχηματίζονται στις εκβολές του αποτελούν ενδιαίτημα πουλιών, που διαβιούν είτε εποχικά, είτε μόνιμα κατά μήκος της κοίτης του, και κυρίως στις εκβολές του. Η κοίτη του ποταμού την άνοιξη και, όταν τα νερά ηρεμήσουν από τις βροχοπτώσεις, αποτελεί σημαντικό καταφύγιο για πολλά μεταναστευτικά είδη: Χαλκόκοτες, Λασπότρυγγες, Κρυπτοτσικνιάδες, Πορφυροτσικνιάδες, Νυχτοκόρακες, και επίσης μικρόπουλα όπως ποταμίδες, σουσουράδες, χελιδόνια κ.ά. Αμέτρητα ζευγάρια Αηδόνια φωλιάζουν εδώ μαζί με Μελισσοφάγους, Ωχροστριτσίδες, Καλαμοποταμίδες, Νερόκοτες, ενώ Λευκοπελαργοί και Μαυροπελαργοί αναζητούν τροφή όλο το καλοκαίρι. Στο σημείο της εκβολής του καταφεύγουν όλο το χρόνο θαλασσοπούλια, υδρόβια και παρυδάτια όπως Γλάροι της Μεσογείου, Φλαμίνγκο, Σταχτοτσικνιάδες, Κορμοράνοι, Σταχτοτσικνιάδες, Χειμωνογλάρονα, Πρασινοσκέληδες κ.ά..
Τόμπολο Αρχαίας Άντισσας | Θέση 75
Λίγα χιλιόμετρα Βορειοανατολικά του οικισμού της Άντισσας, κατά μήκος της ακτής, βρίσκεται το τόμπολο της Αρχαίας Άντισσας. Πρόκειται για τον αμμώδη διάδρομο που συνδέει την ηφαιστειακή νησίδα με την γειτονική στεριά.
Η δομή του τόμπολου αποτελεί μορφή παράκτιας απόθεσης όπου χαλαρά υλικά, όπως άμμοι και αποστρογγυλεμένα βότσαλα (κροκάλες), σχηματίζουν έναν αμμώδη βραχίονα που ενώνει μια νησίδα με την γειτονική στεριά.
Κύριοι παράγοντες για την δημιουργία ενός τόμπολου αποτελούν τα θαλάσσια κύματα και ρεύματα. Η νησίδα που βρίσκεται μπροστά από την ακτή λειτουργεί σαν κυματοθραύστης, δημιουργώντας έτσι μια ζώνη χαμηλής ενέργειας. Στην ζώνη αυτή τα κύματα χάνουν την μεταφορική τους ικανότητα και αποθέτουν τα ιζήματα που μεταφέρουν.
Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η πλήρωση του βυθού με λεπτόκοκκα υλικά και την άνοδό τους από την επιφάνεια της θάλασσας, σχηματίζοντας έναν αμμώδη διάδρομο που γεφυρώνει την νησίδα με την στεριά.
Φαράγγι Θερμής | Θέση 78
Λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Μυτιλήνης, κοντά στον οικισμό της Θερμής, βρίσκεται το ομώνυμο φαράγγι που έχει διανοίξει η δράση του νερού σε συνδυασμό με την ενεργό τεκτονική που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή.
Η περιοχή αποτελείται από τα παλαιότερα πετρώματα που υπάρχουν πάνω στο νησί και πιο συγκεκριμένα πάνω σε μάρμαρα ηλικίας περίπου 300 εκατομμυρίων ετών.
Η δημιουργία του φαραγγιού οφείλεται σε μεγάλα γεωλογικά ρήγματα που διασχίζουν τα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου της Λέσβου. Τα πετρώματα μέσα από τις τεκτονικές δράσεις κατακερματίζονται και στην συνέχεια με τη βοήθεια του νερού που τείνει να διαβρώνει τα πετρώματα σε βάθος, δημιουργεί απότομες χαράδρες και εντυπωσιακές γεωμορφές. Ακόμα, στα πετρώματα της περιοχής υπάρχουν σπήλαια, όπως για παράδειγμα το σπήλαιο του Αγίου Φιλίππου.
ΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ - ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΓΕΩΤΟΠΟΙ
«Τρία Μαρμάρια» - Φαράγγι Κρυφτής – Τεκτονικό Κάλυμμα | Θέση 33
Μια σημαντική και περίπλοκη γεωλογική δομή εμφανίζεται στην περιοχή της Παναγίας Κρυφτής, η οποία δίνει στοιχεία για τις τεράστιες αλλαγές και τη διαμόρφωση του σημερινού Βόρειου Αιγαίου και διηγείται μια τιτάνια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ηπείρους.
Πριν από περίπου 150 εκατομμύρια χρόνια, έντονες δυνάμεις στο εσωτερικό της γης οδήγησαν στη σύγκλιση και την σύγκρουση δύο ηπειρωτικών πλακών. Οι δύο μεγα-ήπειροι της Λαυρασίας στο βορρά και της Γκοτβάνας στο Νότο άρχισαν να συγκλίνουν με αποτέλεσμα την συμπίεση και την καταστροφή του ωκεανού της Τηθύως, που βρισκόταν ανάμεσά τους.
Μέσα από την σύγκρουση, τα πετρώματα που σχημάτιζαν τον ωκεάνιο πυθμένα του ωκεανού της Τηθύως (οφειόλιθοι), τοποθετήθηκαν πάνω από τα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου της Λέσβου. Μερικά από αυτά τα πετρώματα αποκολλήθηκαν από το ηπειρωτικό περιθώριο κατά την τοποθέτηση των οφιολίθων και ανακατεύτηκαν μαζί με τα μεταμορφωμένα πετρώματα.
Στην περιοχή της Παναγιάς Κρυφτής, εμφανίζονται τα πετρώματα του ωκεάνια πυθμένα ανακατεμένα με τα μεταμορφωμένα πετρώματα μέσα σε μια θεμελιώδη μάζα. Η εντυπωσιακή δομή ονομάζεται «τεκτονικά μίγματα».
Τα πετρώματα που συνθέτουν τη μάζα αυτή αποτελούνται κυρίως από κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους, χαλαζιακούς- μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους, πρασινίτες και λιγότερο από οφιόλιθους.
Τα πετρώματα της περιοχής έχουν έντονα επηρεαστεί από ένα μεγάλο ρήγμα οριζόντιας μετατόπισης με διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ, εμφανίζοντας τις εντυπωσιακές κατακόρυφες κλίσεις των τεκτονικών μιγμάτων σε μια ζώνη πλάτους εκατοντάδων μέτρων. Το ρήγμα αυτό είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία του φαραγγιού και των θερμών πηγών που αναβλύζουν στην περιοχή. Η γεωλογική δομή (είδος πετρωμάτων, ρήγμα κ.λπ.) είναι υπεύθυνη και για τη δημιουργία σπηλαίων που χαρακτηρίζουν την περιοχή, σε ένα από τα οποία έχει χτιστεί το εκκλησάκι της Παναγιάς Κρυφτής.
Ρήγμα Άντισσας | Θέση 34
Το ρήγμα της Άντισσας βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα Νοτιοδυτικά του ομώνυμου οικισμού, και κόβει τα ηφαιστειακά πετρώματα του λόφου Σκαμιούδας. Το ρήγμα αναγνωρίζεται από το μεγάλο μορφολογικό σκαλοπάτι, που δημιούργησε η δράση του ρήγματος μέσα από αλλεπάλληλα σεισμικά γεγονότα.
Τα ρήγματα είναι δομές οι οποίες δημιουργούνται όταν οι τάσεις που αναπτύσσονται στον φλοιό της Γης, ξεπεράσουν το όριο αντοχής των πετρωμάτων, με αποτέλεσμα αυτά να σπάνε.
Πάνω στην κατοπτρική επιφάνεια του ρήγματος, εμφανίζονται εντυπωσιακές γραμμώσεις ολίσθησης, που αποτελούν μάρτυρες της κίνησης του ρήγματος. Οι γραμμές αυτές, που εμφανίζονται ως χαραγιές πάνω στα πετρώματα, αποτελούν τα σημάδια που άφησε η αντίθετη κίνηση των δύο τμημάτων.
Το ρήγμα της Άντισσας εντάσσεται στις δομές παραμόρφωσης της Λέσβου που σχετίζονται με το μεγάλο δεξιόστροφο ρήγμα της Ανατολίας και την έντονη σεισμική δραστηριότητα του Βορείου Αιγαίου.
Ρήγμα Αγίας Παρασκευής | Θέση 35
Το ρήγμα της Αγίας Παρασκευής αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες και πιο εντυπωσιακές τεκτονικές δομές της Λέσβου. Το ρήγμα που επηρεάζει τα ηφαιστειακά πετρώματα της περιοχής, αναγνωρίζεται εύκολα, από την λεία κατοπτρική επιφάνεια του, την επιφάνεια που δημιουργήθηκε από την δράση του ρήγματος το οποίο έσπασε τα πετρώματα.
Η κατοπτρική επιφάνεια του ρήγματος είναι ορατή κατά μήκος του περιφερειακού δρόμου της Αγίας Παρασκευής.
Το ρήγμα της Αγίας Παρασκευής είναι ένα μεγάλο δεξιόστροφο ρήγμα οριζόντιας μετατόπισης, το οποίο διατρέχει το κεντρικό τμήμα του νησιού, από Βορρά προς Νότο. Το ρήγμα συνδέεται με τον καταστροφικό σεισμό του 1867, με μέγεθος 6.8 R.
Πάνω στην κατοπτρική επιφάνεια του ρήγματος, εμφανίζονται εντυπωσιακές γραμμώσεις ολίσθησης, που αποτελούν μάρτυρες της κίνησης του ρήγματος. Οι οριζόντιες γραμμώσεις ολίσθησης, που εμφανίζονται ως χαραγιές, δημιουργήθηκαν από την τριβή σκληρών κόκκων κατά την αντίθετη κίνηση των δύο τεμαχών. Οι διαδοχικές οικογένειες γραμμώσεων πάνω στην επιφάνεια του ρήγματος, αποκαλύπτουν ότι το ρήγμα έχει ενεργοποιηθεί πολλές φορές από διαδοχικούς σεισμούς που εκδηλώθηκαν στην ίδια περιοχή.
Τεκτονικό Παράθυρο Ολύμπου | Θέση 36
Η γυμνή από βλάστηση κορυφή του Ολύμπου μας ανοίγει ένα παράθυρο στη γεωλογική ιστορία της Λέσβου και μας αποκαλύπτει μια από τις εντυπωσιακότερες εικόνες της Λέσβου, ένα τεκτονικό παράθυρο.
Πώς όμως δημιουργήθηκε αυτός ο εντυπωσιακός γεώτοπος της Λέσβου;
Έντονες δυνάμεις στο εσωτερικό της γης πριν από 120-160 εκατομμύρια χρόνια, μετακίνησαν τα πετρώματα από τον πυθμένα του ωκεανού της Τηθύος, τους οφιόλιθους, και τα τοποθέτησαν πάνω από τα ιζήματα του ωκεανού που συνόδευαν την ωκεάνια πλάκα (μεταμορφωμένα πετρώματα). Οι δυνάμεις ήταν τόσο έντονες ώστε όλα μαζί μετακινήθηκαν και τοποθετήθηκαν πάνω από τα πετρώματα της ηπειρωτικής περιοχής (ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι) που υπήρχε εκείνη την γεωλογική περίοδο και σήμερα είναι η περιοχή του Ολύμπου.
Στον Όλυμπο, μέσα από τους οφιόλιθους και τα μεταμορφωμένα πετρώματα, εμφανίζονται σήμερα να αναδύονται στην επιφάνεια τα κατώτερα πετρώματα, δηλαδή οι λευκοί έως τεφροί, σακχαρώδεις και μερικές φορές ροζωποί ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι που αποτελούν την εντυπωσιακή κορυφή του Ολύμπου.
Περιμετρικά της κυρίαρχης κορυφής του Ολύμπου, αναπτύσσεται μια εξαιρετικά πλούσια βλάστηση που αποτελείται από δάση καστανιάς, τραχείας Πεύκης, μηλιές, καρυδιές αλλά και ελαιώνες. Ο ορεινός όγκος του Ολύμπου είναι ενταγμένος στο Δίκτυο Natura 2000 ενώ η περιοχή χαρακτηρίζεται ως βοτανικός κήπος του Αιγαίου, λόγω της μεγάλης ποικιλίας ενδημικών φυτών.
Ρήγμα Λάρσου | Θέση 37
To ρήγμα της Λάρσου, με διεύθυνση Α-Δ είναι ένα από τα ενεργά ρήγματα της Λέσβου. Αποτελεί τεκμήριο των πρόσφατων γεωλογικών μεταβολών που διαμόρφωσαν τη σημερινή μορφή του αναγλύφου της Λέσβου σχηματίζοντας τις ελώδεις περιοχές του δέλτα του ποταμού Ευεργέτουλα.
Τα ρήγματα δημιουργούνται όταν οι τάσεις που αναπτύσσονται στα πετρώματα του φλοιού της γης υπερβούν το όριο αντοχής του πετρώματος, με αποτέλεσμα αυτά να σπάσουν. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται σχετική κίνηση και μετατόπιση των δύο τεμάχων του φλοιού, εκατέρωθεν της επιφάνειας του ρήγματος.
Τα ρήγματα δημιουργούν έντονο μορφολογικό ανάγλυφο στην επιφάνεια της γης και εμφανίζονται ως απότομες μορφολογικές επιφάνειες πάνω στις οποίες διακρίνεται πολλές φορές η λειασμένη, από την τριβή, επιφάνεια του ρήγματος.
Χαρακτηριστική είναι η απότομη μορφολογική αναβαθμίδα και η εντυπωσιακή κατοπτρική επιφάνεια του ρήγματος της Λάρσου, με λειασμένες επιφάνειες πάνω στις οποίες έχουν χαραχθεί τα ίχνη της τεκτονικής ολίσθησης του κομματιού που έχει βυθισθεί. Πρόκειται για χαρακτηριστικές γραμμώσεις (χαρακιές) που δείχνουν τη διεύθυνση της σχετικής κίνησης των δύο τεμαχών που κινήθηκαν εξαιτίας της σεισμικής δραστηριότητας στην περιοχή.
Το ρήγμα της Λάρσου δημιουργήθηκε όταν το τέμαχος πάνω στο οποίο διέρχεται σήμερα ο οδικός άξονας Μυτιλήνης – Καλλονής, κατέβηκε σε σχέση με το άλλο το οποίο αποτελεί σήμερα τον χαρακτηριστικό «κομμένο», από το ρήγμα, λόφο της περιοχής.
Πρόσφατα ανακαλύφθηκαν στην ευρύτερη περιοχή κοντά στο χωριό Ίππειο από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου αρχαιολογικά τεκμήρια που συνδέονται πιθανά με ισχυρό σεισμό ο οποίος έλαβε χώρα στην περιοχή κατά τον 8ο αιώνα πΧ. και ίσως προέρχεται από την ενεργοποίηση του ρήγματος της Λάρσου.
Στην επιφάνεια του ρήγματος της Λάρσου χαράχτηκε κατά την ρωμαϊκή περίοδο κανάλι μεταφοράς νερού που αποτελεί τμήμα του ρωμαϊκού υδραγωγείου μήκους 27 χιλιομέτρων που ξεκινάει από τις παρυφές του Ολύμπου και μετέφερε νερό για την ύδρευση της Μυτιλήνης.
Ρήγμα Κόλπου Γέρας | Θέση 38
Ο κόλπος της Γέρας αποτελεί μια κλειστή λεκάνη με στενό στόμιο, η δημιουργία της οποίας οφείλεται σε συζυγή μεγάλα γεωλογικά ρήγματα με διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ, στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του κόλπου, δημιουργώντας ένα τεκτονικό βύθισμα.
Οι συνεχείς επαναδραστηριοποιήσεις των ρηγμάτων δημιουργούν απότομα πρανή και τεκτονικές αναβαθμίδες στο ανάγλυφο στην ανατολική πλευρά του κόλπου, που εκτείνονται προς νότο μέχρι την περιοχή του χωριού Λουτρά και προς Βορρά μέχρι το χωριό Πηγή. Ανάλογες δομές παρατηρούνται και στην περιοχή του χωριού Ιππειος, στην δυτική ακτή του κόλπου.
Τα ρήγματα του κόλπου της Γέρας έχουν ιδιαίτερη σημασία λόγω της εγγύτητάς τους με την πόλη της Μυτιλήνης. Το μέγιστο σεισμικό τους δυναμικό φτάνει τα 6,5 R.
Κατά μήκος των ρηγμάτων αυτών, αναβλύζουν θερμές πηγές στην περιοχή Θέρμα του Κόλπου Γέρας. Η θερμοκρασία του νερού είναι 39,7°C και οι πηγές ορίζονται ως χλωριονατριούχες. Στο νερό περιέχονται χλωριούχο αμμώνιο, βρωμιούχο νάτριο, νιτρικό κάλιο, χλωριούχο ασβέστιο, χλωριούχο μαγνήσιο κ.λπ.
Τεκτονικό Κάλυμμα Οφιολίθων | Θέση 40
Στην περιοχή Λάμπου Μύλοι εμφανίζεται η εντυπωσιακή επώθηση του τεκτονικού καλύμματος των οφιολιθικών πετρωμάτων ηλικίας περίπου 150 εκατομμυρίων ετών, πάνω στα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου της Λέσβου.
Οι οφιόλιθοι αποτελούν μια ομάδα πυριγενών πετρωμάτων η οποία δημιουργείται από την ανάβλυση μαγματικού υλικού που προέρχεται από τον μανδύα της γης, κατά την διαδικασία απομάκρυνσης των ηπείρων και δημιουργίας του πυθμένα των ωκεανών. Τα οφιολιθικά πετρώματα της Λέσβου προέρχονται από τον ωκεάνιο χώρο του ωκεανού της Τηθύως, ο οποίος εκτείνονταν νότια της Ευρασίας. Πριν από 150 εκατομμύρια χρόνια ο ωκεανός συνεχώς διευρύνονταν και νέα οφιολιθικά πετρώματα δημιουργούνταν από το μάγμα που εισχωρούσε ανάμεσα από τις δύο μεγάλες ηπείρους της Λαυρασίας στο βορρά και της Γκοντβάνας στο νότο. Τα πετρώματα που συνθέτουν την ομάδα αυτή αποτελούνται από περιδοτίτες, δουνίτες, γάββρους, βασαλτικές λάβες, μαξιλαροειδείς λάβες κ.α..
Πριν από 150 εκατομμύρια χρόνια οι δύο μεγα-ήπειροι αρχίζουν να συγκλίνουν με αποτέλεσμα την συμπίεση και την καταστροφή του ωκεανού της Τηθύως. Τα πετρώματα που σχημάτιζαν τον ωκεάνιο πυθμένα της, συμπιέστηκαν, αναδύθηκαν και τοποθετήθηκαν πάνω στο περιθώριο της Ευρασιατικής λιθοσφαιρικής πλάκας, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το σημείο δημιουργίας τους.
Σήμερα, στην περιοχή των Λάμπου Μύλων οι οφιόλιθοι βρίσκονται τοποθετημένοι πάνω από σχιστόλιθους και μάρμαρα ηλικίας 250-300 εκατομμυρίων ετών. Πάνω στα οφιολιθικά πετρώματα αναπτύσσεται το πευκοδάσος της κεντρικής Λέσβου, ενώ πάνω στα μεταμορφωμένα πετρώματα αναπτύσσονται οι ελαιώνες της περιοχής.
Η εντυπωσιακή αλλαγή της βλάστησης από τους ελαιώνες στο πευκοδάσος μπορεί να γίνει ορατή στον οδικό άξονα Μυτιλήνης – Καλλονής, στην περιοχή Λάμπου Μύλοι.
Φυκιότρυπα | Θέση 41
Η μικρή χερσόνησος της Φυκιότρυπας αποτελεί την ανατολική απόληξη του μικρού υψώματος πάνω στο οποίο είναι χτισμένο το Κάστρο της Μυτιλήνης.
Στην αρχαιότητα η περιοχή αποτελούσε μια μικρή νησίδα αποκομμένη από τη Λέσβο, με την οποία την διαχώριζε ένας μικρός θαλάσσιος δίαυλος. Η περιοχή καλύπτεται από λιμναία ιζήματα ηλικίας 1,8-5 εκατομμυρίων ετών (Πλειόκαινο – Πλειστόκαινο). Συγκεκριμένα αποτελείται από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους γλυκών υδάτων, που περιέχουν απολιθώματα ασπόνδυλων οργανισμών όπως γαστερόποδα, ελασματοβράγχια και οστρακώδη. Η βόρεια ακτή της περιοχής οριοθετείται από ένα σημαντικό γεωλογικό ρήγμα με διεύθυνση Α-Δ, το οποίο απολήγει στην μικρή χερσόνησο της Φυκιότρυπας.
Η δράση του ρήγματος γίνεται ορατή πάνω στην λειασμένη επιφάνεια του, που τέμνει τα γεωλογικά στρώματα των πετρωμάτων της χερσονήσου στην θέση της Φυκιότρυπας. Ειδικότερα πάνω στην λειασμένη επιφάνεια του ρήγματος διακρίνονται γραμμώσεις ολίσθησης που μαρτυρούν την κίνηση που έλαβε χώρα πάνω της.
Στην κορυφή της μικρής χερσονήσου βρίσκεται ο φάρος της Φυκιότρυπας αποτελεί μνημείο καθώς, είναι ένας από τους ελάχιστους σωζόμενους φάρους που έχουν κατασκευαστεί στη διάρκεια της όγδοης δεκαετίας του 19ου αιώνα, και είναι ενταγμένος στο Ελληνικό Φαρικό Δίκτυο και έχει κηρυχθεί ως διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού.
«Ταμπακαριά», Λιμναία Ιζήματα Μυτιλήνης | Θέση 42
Στη θέση «Ταμπακαριά», βόρεια της Μυτιλήνης παρουσιάζεται χαρακτηριστική εμφάνιση των λιμναίων ιζημάτων, ηλικίας 1,8-5 εκατομμυρίων ετών. Τα λιμναία ιζήματα εμφανίζονται σε όλο το τμήμα της ανατολικής ακτής της Λέσβου από την περιοχή της Κρατήγου μέχρι τα Τοκμάκια.
Οι στρώσεις των ιζημάτων μπορούν να παρατηρηθούν κατά μήκος των ακτών, αλλά ακόμα και κατά μήκος του οδικού άξονα Μυτιλήνης – Θερμής.
Οι λιμναίοι σχηματισμοί αποτελούνται κυρίως από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους γλυκών υδάτων, με ενστρώσεις ψαμμιτών, κροκαλοπαγών, υπόλευκες μάργες και αργίλους, με πάχος που ξεπερνούν τα 60 μέτρα. Μέσα στους λιμναίους σχηματισμούς εντοπίζονται απολιθώματα ασπόνδυλων οργανισμών όπως γαστερόποδα, ελασματοβράγχια και οστρακώδη.
Τα λιμναία ιζήματα σχηματίστηκαν όταν η Λέσβος ήταν τμήμα μιας ενιαίας ηπειρωτικής περιοχής, της Αιγιήδας. Την εποχή εκείνη η θάλασσα αποσυρόταν προς τα Νότια με αποτέλεσμα να δημιουργούνται λίμνες στο Βόρειο και κεντρικό Αιγαίο, μεταξύ των οποίων και η λίμνη της Μυτιλήνης.
Οι γεωλογικοί σχηματισμοί αποτελούν μάρτυρες της μεγάλης λίμνης που υπήρχε στην περιοχή του θαλάσσιου χώρου, ανάμεσα στη Λέσβο και τις ακτές της Μικράς Ασίας.
Επώθηση Αγίου Δημητρίου: Τεκτονικό Κάλυμμα Οφειολίθων – Μεταμορφωμένα
Ιζήματα | Θέση 82
Το τεκτονικό κάλυμμα των οφιολίθων εντοπίζεται κυρίως στην Ανατολική χερσόνησο της Λέσβου , αλλά και σε άλλες περιοχές σε μικρότερη έκταση, όπως για παράδειγμα στη χερσόνησο της Αμαλής, στο Νοτιοανατολικό άκρο του νησιού.
Οι οφιόλιθοι είναι ένα σύμπλεγμα πετρωμάτων το οποίο δημιουργείται κατά τη διαδικασία σχηματισμού του ωκεάνιου φλοιού. Τα πετρώματα που συνθέτουν τον σχηματισμό αυτό αποτελούνται από περιδοτίτες, δουνίτες, γάββρους, βασαλτικές λάβες (pillow lava) κ.α..
Οι λιθοσφαιρικές πλάκες μέσα από συνεχόμενες κινήσεις, συμπίεσαν και κατέστρεψαν τον ωκεανό της Τηθύος, με αποτέλεσμα τα πετρώματα που σχημάτιζαν τον ωκεάνιο πυθμένα της, συμπιέστηκαν, αναδύθηκαν και τοποθετήθηκαν πάνω στο περιθώριο της Ευρασίας, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το σημείο δημιουργίας τους.
Σήμερα, οι οφιόλιθοι βρίσκονται πάνω από σχιστόλιθους και μάρμαρα 250-300 εκατομμυρίων ετών, και πάνω τους αναπτύσσεται το πευκοδάσος της κεντρικής Λέσβου. Αυτή η γεωλογική δομή τεκμηριώνεται από την εντυπωσιακή επαφή των δύο σχηματισμών στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου, στον δρόμο Αγιάσου – Πολιχνίτου.
Ρήγμα Βρίσας | Θέση 83
Νότια της Λέσβου, ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά από τον παραδοσιακό οικισμό της Βρίσας, βρίσκεται το ενεργό ρήγμα της Βρίσας, το οποίο ενεργοποιήθηκε κατά την σεισμική δόνηση που προκλήθηκε από το κύριο υποθαλάσσιο ρήγμα, που έδωσε τον καταστροφικό σεισμό της 12ης Ιουνίου του 2017 και ισοπέδωσε, για δεύτερη φόρα, τον οικισμό της Βρίσας.
Τα ρήγματα είναι γεωλογικές δομές που δημιουργούνται όταν οι τάσεις που αναπτύσσονται στον φλοιό της Γης υπερβούν τα όρια αντοχής των πετρωμάτων, με αποτέλεσμα αυτά να σπάνε.
Το ενεργό ρήγμα της Βρίσας φέρνει σε επαφή τα σκληρά ηφαιστειακά πετρώματα, με τα χαλαρά ιζήματα ενός χειμάρρου που υπήρχε Βόρεια του οικισμού, πράγμα που τεκμηριώνεται και από τη μορφολογία του αναγλύφου. Οι χαλαροί γεωλογικοί σχηματισμοί, της περιοχής, αποτελούνται κυρίως από πρόσφατες αποθέσεις αργίλων, άμμων και κροκάλων.
Το είδος των πετρωμάτων του υποβάθρου μιας περιοχής παίζει σημαντικό ρόλο στην απόκριση των κατασκευών κατά τη διάρκεια ενός σεισμικού επεισοδίου. Στην περιοχή της Βρίσας, τα σεισμικά κύματα, που διαχύθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, κατά την εκτόνωση του ενεργού ρήγματος της Βρίσας, εγκλωβίστηκαν στα χαλαρά ιζήματα του γεωλογικού υποβάθρου, με αποτέλεσμα αυτά να ενισχυθούν και να δώσουν μεγαλύτερες, από το κανονικό, κινήσεις στα οικοδομήματα, μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή τους.
Η περίπτωση της Βρίσας αποτελεί ένα παράδειγμα για τη σωστή μελέτη και χρήση των
γεωεπιστημών, κατά την οικοδόμηση μιας περιοχής.
Ρήγμα Στύψης | Θέση 116
Το ρήγμα της Στύψης βρίσκεται νότια του οικισμού, όπου τον οριοθετεί, και κόβει τα ηφαιστειακά πετρώματα της περιοχής. Το ρήγμα βρίσκεται πολύ κοντά στον οικισμό της Στύψης και μπορεί να αναγνωρισθεί μέσα από μια αλληλουχία εμφανίσεων στα πρανή της επαρχιακής οδού Καλλονής – Στύψης.
Τα ρήγματα είναι δομές οι οποίες δημιουργούνται όταν οι τάσεις που αναπτύσσονται στον φλοιό της Γης, ξεπεράσουν το όριο αντοχής των πετρωμάτων, με αποτέλεσμα αυτά να σπάνε.
Πάνω στις διάφορες κατοπτρικές επιφάνειες που εμφανίζει το ρήγμα σε όλο το μήκος του, διακρίνονται εντυπωσιακές γραμμώσεις ολίσθησης. Οι γραμμές αυτές αποτελούν μάρτυρες της κίνησης του ρήγματος μέσα από διάφορα σεισμικά γεγονότα. Τα σημάδια αυτιά οφείλονται στην αντίθετη κίνηση των δύο τμημάτων του ρήγματος.
Ρήγμα Λεπετύμνου (Σεισμός 7-1-2023) | Θέση 136
Βόρεια του οικισμού Άργεννος, κατά μήκος της ακτογραμμής, βρίσκεται το ρήγμα της Αργέννου το οποίο ενεργοποιήθηκε και δημιούργησε τρείς ισχυρές σεισμικές δονήσεις τον Ιανουάριο του 2023.
Πρόκειται για ένα κανονικό ρήγμα με διεύθυνση ΔΒΔ-ΑΝΑ το οποίο εμφανίζει και σημάδια οριζόντιας κίνησης εξαιτίας της θέσης του, καθώς όλο το βόρειο τμήμα του νησιού επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το μεγάλο οριζόντιο ρήγμα της Ανατολίας.
Τα ρήγματα είναι δομές οι οποίες δημιουργούνται όταν οι τάσεις που αναπτύσσονται στον φλοιό της Γης, ξεπεράσουν το όριο αντοχής των πετρωμάτων, με αποτέλεσμα αυτά να σπάνε.
Κατά μήκος της ακτογραμμής, στην περιοχή Μεγάλα Θέρμα αναβλύζουν θερμές πηγές μέσα στη θάλασσα. Εξαιτίας της ύπαρξης του ρήγματος της Αργέννου, τα υπόγεια νερά που είναι εμπλουτισμένα σε μέταλλα, βρίσκουν πιο εύκολα διέξοδο προς την επιφάνεια.
Την περίοδο που διήρκησε η σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή, η ποσότητα ανάβλυσης των θερμών νερών ήταν αυξημένη, πιθανότατα εξαιτίας της ενεργοποίησης του ρήγματος.
ΘΕΡΜΕΣ ΠΗΓΕΣ
Θερμές Πηγές Πολιχνίτου | Θέση 53
Koντά στον Πολιχνίτο, σε υψόμετρο 60 μέτρων, στις όχθες του Αλμυροπόταμου, αναβλύζουν οι θερμές πηγές Πολιχνίτου. Οι πηγές αυτές χαρακτηρίζονται ως οι θερμότερες πηγές της Ευρώπης, καθώς η θερμοκρασία του νερού στα σημεία ανάβλυσης αγγίζει τους 87,6°C. Οι υψηλές θερμοκρασίες μπορούν να δικαιολογηθούν καθώς, η θερμοκρασία του νερού στο υπέδαφος, στο σημείο αυτό, φθάνει τους 400°C.
Η ανάβλυση των πηγών οφείλεται σε γεωλογικά ρήγματα που εμφανίζονται στην περιοχή. Μέσα από τα κατακερματισμένα πετρώματα κατά μήκος του ρήγματος διευκολύνεται η κατείσδυση του νερού σε μεγάλο βάθος μέσα στο φλοιό. Εκεί συναντά τους ακόμη θερμούς μαγματικούς θαλάμους των ηφαιστείων της Λέσβου που έδρασαν 16 εκατομμύρια χρόνια, με αποτέλεσμα να θερμαίνεται και να εμπλουτίζεται σε μεταλλικά στοιχεία αλλά και αέρια. Στην συνέχεια, τα αέρια αυξάνουν την πίεση, και το βοηθούν να επιστρέψει ξανά μέσα από τις επιφάνειες των ρηγμάτων μέχρι την επιφάνεια και να αναβλύζει με τη μορφή θερμών πηγών.
Όλες οι θερμοπηγές Πολιχνίτου είναι χλωριονατριούχες. Σε σχέση με το νερό της θάλασσας το χλωριούχο νάτριο των θερμοπηγών είναι τρείς φορές λιγότερο. Πιστεύεται όμως ότι υπάρχει κάποια ανάμειξη αυτού του νερού με το θαλάσσιο νερό έως και 30% περίπου.
Τα έντονα κιτρινωπά και κόκκινα χρώματα που εμφανίζονται στα πετρώματα στην περιοχή ανάβλυσης οφείλονται στην καθίζηση οξειδίων του σιδήρου, όπως ο λειμωνίτης και ο αιματίτης.
Θερμές Πηγές Κόλπου Γέρας | Θέση 54
Στο Βορειοανατολική ακτή του κόλπου της Γέρας, σε απόσταση 8,5 χιλιόμετρα από την πόλη της Μυτιλήνης, εμφανίζονται οι θερμές πηγές Θέρμα κόλπου Γέρας.
Η ανάβλυση των πηγών γίνεται στη βάση του απότομου πρανούς που δημιουργεί το σύστημα ρηγμάτων του κόλπου της Γέρας, μέσα σε νεογενή ιζήματα που περιλαμβάνουν στρώματα αργίλου και ψαμμιτών. Στο σημείο ανάβλυσης των θερμών πηγών τα ρήγματα διευθύνσεων ΒΔ-ΝΑ, τα οποία οριοθετούν την ανατολική πλευρά του κόλπου, τέμνονται από τα νεότερα ρήγματα της ρηξιγενούς ζώνης της Λάρσου με διεύθυνση ΑΝΑ-ΔΒΔ. Το νερό κινείται μέσω των τεκτονικών επιφανειών, κατεβαίνει σε βάθος 2,5 χιλιομέτρων, θερμαίνεται και στη συνέχεια ανεβαίνει και αναβλύζει στη θέση Θέρμα.
Η θερμοκρασία του νερού ανέρχεται στους 39,7°C και η πηγή ορίζεται ως χλωριονατριούχος. Στο νερό περιέχονται χλωριούχο αμμώνιο, βρωμιούχο νάτριο, νιτρικό κάλιο, χλωριούχο ασβέστιο, χλωριούχο μαγνήσιο κ.λπ..
Οι παλαιές εγκαταστάσεις χρονολογούνται στην εποχή της Τουρκοκρατίας και είναι άριστα διατηρημένες μέχρι σήμερα. Σήμερα στα Θέρμα λειτουργεί σύγχρονο υδροθεραπευτήριο και παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες.
Θερμές Πηγές Λισβορίου | Θέση 55
Κοντά στο ναό του Αγίου Ιωάννη και στο χείμαρρο του Γλυφιά μέσα από τα ηφαιστειακά κροκαλοπαγή και τους ηφαιστειακούς τόφφους αναβλύζει το ζεστό ιαματικό νερό με θερμοκρασία 69οC και ραδιενέργεια 2,5 Mache.
Η θερμή πηγή Λισβορίου χαρακτηρίζεται ως χλωριονατριούχα.
Θερμές Πηγές Αργένου | Θέση 56
Η θερμοπηγή της Αργένου, γνωστή με το όνομα «Μεγάλα Θέρμα» είναι παραλιακή, ενώ αναβλύσεις υπάρχουν τόσο στην ξηρά όσο και μέσα στη θάλασσα. Το νερό που αναβλύζει στην παραλία έχει θερμοκρασία 86°C.
Πρόκειται για μια χλωρονατριούχο πηγή με σχετικά μειωμένη περιεκτικότητα σε ανθρακικά και μαγνήσιο και αυξημένη περιεκτικότητα σε ασβέστιο και θειικά σε σύγκριση με το νερό των θερμοπηγών Πολιχνίτου. Αναβλύζει μέσα από ηφαιστειακά πετρώματα τα οποία εμφανίζουν έντονη διάρρηξη.
Θερμές Πηγές Λουτρόπολης Θερμής | Θέση 57
Η θερμή πηγή της Λουτρόπολης Θερμής χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για ιαματικούς σκοπούς. Η θερμοκρασία του νερού είναι 49,9οC και εμφανίζει πολύ αυξημένη αλατότητα η οποία οφείλεται σε ανάμιξη των υδροθερμικών ρευστών με θαλάσσιο νερό.
Η εκδήλωση της πηγής είναι αποτέλεσμα της τομής δύο βαθιών ρηγμάτων με διευθύνσεις ΔΒΔ – ΑΝΑ και ΒΒΔ – ΝΝΑ τα οποία βοηθούν στην άνοδο του υπόγειου νερού από τα μεγάλα βάθη. Μίγμα όμβριου και θαλασσινού νερού κατέρχεται σε βάθος, όπου εμπλουτίζεται σε μεταλλικά στοιχεία και θερμαίνεται. Στη συνέχεια μέσω των ρηγμάτων ανέρχεται σε μικρά βάθη ή έως και την επιφάνεια όπου και αναμιγνύεται ξανά.
Θερμές Πηγές Εφταλούς | Θέση 58
Μέσα από ανδεσιτικούς τόφφους και κροκαλοπαγή που συνδέονται με την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα του Λεπέτυμνου, κατά μήκος τεκτονικών ασυνεχειών αναβλύζει η χλωρονατριούχος ραδιενεργός θερμοπηγή της Εφταλούς.
Η θερμοκρασία του νερού είναι 43,6οC έως 46,5οC. Εμφανίζει αβλαβή ραδιενέργεια 14,7 Mache και αποτελεί την πιο ραδιενεργή θεραπευτική πηγή της Λέσβου.
Θερμές Πηγές Κρυφτής | Θέση 59
Οι θερμές πηγές Κρυφτής χαρακτηρίζονται από την έξοδο θερμού νερού μέσα από τα απότομα βράχια του φαραγγιού, σε πολλά σημεία του ορμίσκου τόσο στη στεριά όσο και στη στάθμη της θάλασσας ή και υποθαλάσσια. Πρόκειται για χλωρονατριούχες πηγές με ιαματικές ιδιότητες. Η θερμοκρασία του νερού που αναβλύζει στην ξηρά είναι περίπου 45°C ενώ στα σημεία που αναβλύζει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, όπου τα θερμά νερά αναμιγνύονται με το νερό της θάλασσας, η θερμοκρασία είναι περίπου 30°C.
Εντυπωσιακά είναι και τα χρώματα των γειτονικών πετρωμάτων μέσα από τα οποία αναβλύζουν οι πηγές καθώς εμφανίζονται με χρώμα κιτρινωπό και κόκκινο, που οφείλεται στην καθίζηση οξειδίων του σιδήρου, όπως λειμωνίτης και αιματίτης.
Η δημιουργία των θερμών πηγών Κρυφτής συνδέεται με την παρουσία ενός μεγάλου ρήγματος το οποίο εμφανίζει άλμα δεκάδες μέτρα. Τα επιφανειακά νερά κατεισδύουν σε μεγάλο βάθος στο εσωτερικό της γης, θερμαίνονται και στη συνέχεια βρίσκοντας διέξοδο μέσα από το μεγάλο ρήγμα της περιοχής εξέρχονται στην επιφάνεια ως θερμές πηγές, αφού έχουν εμπλουτιστεί στο ταξίδι τους με διάφορα χημικά στοιχεία που τους δίνουν τις πολύτιμες ιαματικές τους ιδιότητες.
ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ
Καταρράκτης Πέσσας | Θέση 60
Ανατολικά του κόλπου της Καλλονής, κοντά στον οικισμό των Βασιλικών, βρίσκεται ο εντυπωσιακός καταρράκτης Πέσσας.
Ο καταρράκτης δημιουργείται εξαιτίας ρηγμάτων που επηρεάζουν τα οφιολιθικά πετρώματα της περιοχής, όπως και την ομαλή ροή του ρέματος «Μάκρης», που πηγάζει από τους βορειοδυτικούς πρόποδες του όρους του Ολύμπου, δημιουργώντας έντονες αναβαθμίδες στο ανάγλυφο. Τα νερά του καταρράκτη πέφτουν με ορμή, από έναν γκρεμό ύψους περίπου 15 μέτρων. Εξαιτίας της ορμής του νερού, κατά την πτώση, δημιουργείται στροβιλισμός της ροής του νερού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας φυσικής λιμνούλας.
Στη συνέχεια το νερό συνεχίζει την πορεία του προς τον κόλπο της Καλλονής, όπου και εκβάλλει, κοντά στην παραλία του Αγίου Παύλου.
Καταρράκτης Μαν’ Κάτσα | Θέση 61
Στο Βορειοανατολικό τμήμα της Λέσβου, λίγα χιλιόμετρα νότια του οικισμού του Μανταμάδου, βρίσκεται ο καταρράκτης «Μαν’ Κάτσα», ένας από τους πιο διάσημους και εύκολα προσβάσιμους καταρράκτες του νησιού.
Ο καταρράκτης δημιουργείται από την απότομη ασυνέχεια των πετρωμάτων, κατά μήκος ενός μεγάλου ρήγματος. Ο γκρεμός από τον οποίο τα νερά του Ασπροπόταμου πέφτουν με ορμή, ανέρχεται στα 15 μέτρα, ο στροβιλισμός του νερού δημιουργεί μια φυσική εκβάθυνση στο σημείο της πτώσης, σχηματίζοντας μια φυσική λιμνούλα.
Η περιοχή καλύπτεται από ηφαιστειακά πετρώματα και ο καταρράκτης δημιουργείται πάνω σε μια εκτεταμένη εμφάνιση ιγνιμβρίτη, ένα ηφαιστειακό πέτρωμα που σχηματίσθηκε πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια, μετά από μια βίαιη έκρηξη του ηφαιστείου του Λεπετύμνου. Η τεκτονική δράση προκάλεσε τον κατακερματισμό των πετρωμάτων και τη δημιουργία μεγάλων ρηγμάτων που δημιούργησε τεκτονικές αναβαθμίδες. Η διάβρωση των πετρωμάτων που ακολούθησε δημιούργησαν τη σημερινή εντυπωσιακή γεωμορφή του καταρράκτη Μαν’ Κάτσα.
Καταρράκτης Νυχτέρα (Κλαπάδου) | Θέση 62
Στη βορειοδυτική Λέσβο, στο 8ο χιλιόμετρο από την Καλλονή προς τον Μολύβο, μέσω αγροτικής οδού προς το εγκαταλειμμένο αγροτικό χωριό του Κλαπάδου, στο υδατόρεμα Ρέμα, βρίσκεται ο εντυπωσιακός καταρράκτης “Νυχτέρας”.
Το νερό του καταρράκτη πέφτει από έναν απότομο γκρεμό ύψους περίπου 15 μέτρων, ο οποίος δημιουργήθηκε κατά μήκος του ρήγματος που διασχίζει την ευρύτερη περιοχή του Κλαπάδου και κόβει τις ανδεσιτικές από τις υαλώδεις λάβες. Η ορμή του νερού κατά την πτώση του δημιουργεί μία φυσική εκβάθυνση στο σημείο της πτώσης, σχηματίζοντας μία μεγάλη φυσική λιμνούλα. Το υδατόρεμα Ρέμα πηγάζει από την νοτιοανατολική πλευρά του υψώματος της Χορεύτρας (699μ.), συναντά τον ποταμό Αχερώνα και καταλήγει στη θέση“9 Καμάρες”, όπου σχηματίζει εκτεταμένους υγροτόπους πριν εκβάλλει στον κόλπο της Καλλονής.
Καταρράκτης Λάκκος Κουκούγιας (Σκουτάρου) | Θέση 63
Στο βορειοδυτικό τμήμα της Λέσβου, ανάμεσα από τους οικισμούς Σκουτάρου και Λαφιώνας, βρίσκεται ο εντυπωσιακός καταρράκτης Λάκκος Κουκούγιας.
Η δημιουργία του καταρράκτη του Σκουτάρου οφείλεται στη δράση ρηγμάτων που επηρεάζουν τα ηφαιστειακά πετρώματα της περιοχής, και πιο συγκεκριμένα τις παλαιότερες λάβες, ανδεσιτικής σύστασης που καλύπτουν την κοιλάδα, λάκκος κουκούγιας. Τα νερά του ρέματος, περιοδικής ροής, προέρχονται από τον ορεινό όγκο «Χορεύτρα» (699 μ.). Συναντούν το ρήγμα που δημιουργεί μια αναβαθμίδα και πέφτουν με ορμή από ένα γκρεμό περίπου 10 μέτρων. Εξαιτίας της ορμής του νερού κατά την πτώση δημιουργείται στροβιλισμός που δημιουργεί μια φυσική εκβάθυνση στο σημείο της πτώσης, που ονομάζεται «χύτρα γιγάντων».
Καταρράκτης Ποταμιάς | Θέση 64
Βορειοδυτικά του κόλπου της Καλλονής ανάμεσα από τους οικισμούς Ανεμότιας και Παρακοίλων, βρίσκεται ο εντυπωσιακός σε ομορφιά, καταρράκτης Ποταμιάς.
Τα νερά του πηγάζουν από τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία (799μ.), στις πλαγιές του οποίου φύεται το μοναδικό δάσος μαύρης πεύκης. Ανάμεσα στο πυκνό δάσος μαύρης Πεύκης ευδοκιμούν οι μοναδικές στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη παρόχθιες φυτοκοινωνίες με ροδόδεντρο (Rhododendron Luteum), όπως ακόμα και παιώνια (Paeonia mascula) (Παιώνια η ρωμαλέα) και η μεγάλη φτέρη με την ονομασία «Οσμούντα η βασιλική» (Osmunda regalis). Ο καταρράκτης δημιουργείται εξαιτίας των ασυνεχειών των ηφαιστειακών πετρωμάτων που επηρεάζονται από τα ρήγματα της περιοχής και μετατοπίζουν την κοίτη του ρέματος. Το ρέμα της Ποταμιάς συνεχίζει την πορεία του και εκβάλει στον κόλπο της Καλλονής.
Καταρράκτης Βροντής (Παρακοίλων) | Θέση 65
Δυτικά του κόλπου της Καλλονής, 3χλμ περίπου από τα Παράκοιλα προς την Ανεμότια μέσω αγροτικής οδού, βρίσκεται μέσα σε ένα μοναδικό φυσικό τοπίο ο εντυπωσιακός καταρράκτης Βροντής.
Ο καταρράκτης δημιουργείται εξαιτίας ρήγματος που επηρεάζει τα ηφαιστειακά πετρώματα της περιοχής και συγκεκριμένα τις ανδεσιτικές λάβες. Το ρήγμα δημιουργεί μία μεγάλη αναβαθμίδα περίπου 15 μέτρων, που διακόπτει την ομαλή ροή του νερού και η οποία, κατά την πτώση του, δημιουργεί μια φυσική εκβάθυνση στο σημείο της πτώσης, σχηματίζοντας μια φυσική λιμνούλα.
Το ρέμα Βροντής πηγάζει από τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία (799μ.), στις πλαγιές του οποίου φύεται το μοναδικό δάσος μαύρης πεύκης στο νησί. Ανάμεσα στο πυκνό δάσος μαύρης πεύκης ευδοκιμούν οι μοναδικές στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη παρόχθιες φυτοκοινωνίες με ροδόδεντρο (Rhododendron Luteum), όπως ακόμα και παιώνια (Paeonia mascula – Παιώνια η ρωμαλέα) και η μεγάλη φτέρη με την ονομασία «Οσμούντα η βασιλική» (Osmunda regalis).
Στη συνέχεια, το ρέμα Βροντής συνεχίζει την πορεία του, ενώνει με τον χείμαρρο Ταξιάρχη, όπου σχηματίζει στις εκβολές του ένα μοναδικό υγρότοπο πριν εκβάλλει στον κόλπο της Καλλονής.
Καταρράκτης Βαθύλιμνος (Χιδήρων) | Θέση 66
Στη Δυτική χερσόνησο της Λέσβου, ανάμεσα από τους οικισμούς Πτερούντας και Χιδήρων, βρίσκεται ο μικρός αλλά και εντυπωσιακός, από ομορφιά, καταρράκτης Βαθύλιμνος.
Τα νερά του πηγάζουν από τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία (799μ.), στις πλαγιές του οποίου φύεται το μοναδικό δάσος μαύρης Πεύκης στο νησί. Ανάμεσα στο πυκνό δάσος μαύρης Πεύκης ευδοκιμούν οι μοναδικές στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη παρόχθιες φυτοκοινωνίες με ροδόδεντρο (Rhododendron Luteum), όπως ακόμα και παιώνια (Paeonia mascula) (Παιώνια η ρωμαλέα) και η μεγάλη φτέρη με την ονομασία «Οσμούντα η βασιλική» (Osmunda regalis).
Ο καταρράκτης δημιουργείται εγκάρσια των ασυνεχειών των ρηγμάτων, που διατρέχουν την ευρύτερη περιοχή, όπου επηρεάζουν την ομαλή ροή του ρέματος. Το ρέμα συνεχίζει τη ροή του προς τα χαμηλότερα υψόμετρα, όπου τροφοδοτεί τον ποταμό Βούλγαρη, που εκβάλλει στη βορειοδυτική ακτή της Λέσβου.
Καταρράκτης Μεθάλεια | Θέση 67
Στο Δυτικό τμήμα της Λέσβου, ανάμεσα από τους οικισμούς των Χιδήρων και της Ερεσού, στο ρέμα Μεθάλεια βρίσκεται ο ομώνυμος, εντυπωσιακός, διπλός καταρράκτης.
Ο καταρράκτης δημιουργείται εξαιτίας ρηγμάτων που επηρεάζουν τα ηφαιστειακά πετρώματα της περιοχής και συγκεκριμένα τις ανδεσιτικές λάβες. Το ρέμα Μεθάλεια πηγάζει από τον Λευκορράχτη (578μ.). Τα ρήγματα δημιουργούν αναβαθμίδες που διακόπτουν την ομαλή ροή του νερού. Τα νερά του ρέματος σχηματίζουν δύο διαδοχικά σκαλοπάτια, όπου η ορμή του νερού κατά την πτώση του δημιουργεί δύο φυσικές εκβαθύνσεις στο σημείο της πτώσης, σχηματίζοντας φυσικές λιμνούλες.
Κατά μήκος του ρέματος Μεθάλεια, παρατηρείται συνεχής ροή του νερού, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Για το λόγο αυτό στη θέση του καταρράκτη κατασκευάσθηκε υδρόμυλος, ο οποίος στο παρελθόν άλεθε σιτάρι που παρήγαγε η περιοχή.
Στη συνέχεια, το ρέμα Μεθάλεια συνεχίζει την πορεία του διασχίζοντας το ομώνυμο φαράγγι, το οποίο διανοίχτηκε μέσα σε ηφαιστειακά πετρώματα και ενώνεται με τον ποταμό Χαλάντρα, ο οποίος καταλήγει στην τεχνητή λίμνη του φράγματος Ερεσού στην περιοχή της Μονής Πυθαρίου.
Καταρράκτης Τσομπάνης Λάκκος Ερεσού | Θέση 152
Στη νοτιοδυτική Λέσβο, ανάμεσα στους οικισμούς της Ερεσού και του Μεσοτόπου και συγκεκριμένα στην περιοχή Βατούδια, κατά μήκος του ρέματος Ρούσσου, βρίσκεται ο εντυπωσιακός καταρράκτης “Τσομπάνη Λάκκος”.
Ο καταρράκτης δημιουργείται απ’ τη δράση ρηγμάτων με διεύθυνση Α-Δ που επηρεάζουν τα ηφαιστειακά πετρώματα της περιοχής και συγκεκριμένα τις ηφαιστειακές ανδεσιτικές λάβες. Στη θέση αυτή παρατηρούνται εντυπωσιακές δομές από καλά διατηρημένες στηλοειδείς λάβες.
Το ρέμα Ρούσσου πηγάζει από την ιστορική κορυφή του Αητού (503μ.). Τα νερά του ρέματος πέφτουν από ένα ψηλό γκρεμό ύψους άνω των 30 μέτρων, σχηματίζοντας τον εντυπωσιακό καταρράκτη. Η ορμή του νερού δημιουργεί μία φυσική εκβάθυνση στο σημείο της πτώσης, σχηματίζοντας μία φυσική λιμνούλα.
Στη συνέχεια, το ρέμα Ρούσσου συνεχίζει την πορεία του, ενώνεται με τον ποταμό Ψαροπόταμο, τα νερά του οποίου προέρχονται από την τεχνητή λίμνη του φράγματος Ερεσού, και καταλήγει στην παραλία της Σκάλας Ερεσού, όπου σχηματίζει τις εκβολές του.
Καταρράκτης Περιστεριώνας Ερεσού | Θέση 153
Στη νοτιοδυτική Λέσβο, ανάμεσα στους οικισμούς της Ερεσού και του Μεσοτόπου και συγκεκριμένα στην περιοχή Βεργάς κατά μήκος του ρέματος Ρούσσου, σχηματίζεται ο καταρράκτης “Περιστεριώνας”, η θέση του οποίου βρίσκεται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου πάνω από τον καταρράκτη “Τσομπάνη Λάκκος”.
Ο καταρράκτης δημιουργείται εξαιτίας ρηγμάτων που επηρεάζουν τα ηφαιστειακά πετρώματα της περιοχής και συγκεκριμένα τις ηφαιστειακές ανδεσιτικές λάβες.
Το ρέμα Ρούσσου πηγάζει από την ιστορική κορυφή του Αητού (503μ.). Τα νερά του ρέματος πέφτουν από ένα ψηλό γκρεμό ύψους άνω των 18 μετρων, σχηματίζοντας τον εντυπωσιακό καταρράκτη. Η ορμή του νερού δημιουργεί μία φυσική εκβάθυνση στο σημείο της πτώσης, σχηματίζοντας μία φυσική λιμνούλα.
Στη συνέχεια, το νερό συνεχίζει την πορεία του και δημιουργεί το καταρράκτη “Τσομπάνη Λάκκο”.
Καταρράκτης Γιορτή Μανταμάδου | Θέση 154
Στο Βορειοανατολικό τμήμα της Λέσβου, λίγα χιλιόμετρα νότια του οικισμού του Μανταμάδου, μέσω αγροτικής οδού, ανάμεσα στις περιοχές Πλατάνια και Χάλικα, βρίσκεται ο καταρράκτης “Γιορτή”.
Η περιοχή καλύπτεται από ηφαιστειακά πετρώματα και ο καταρράκτης δημιουργείται πάνω σε στρώματα ανδεσιτικών λαβών, που σχηματίσθηκαν από την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα του Λεπετύμνου πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια, μετά από βίαιες εκρήξεις του ηφαιστείου. Η τεκτονική δράση προκάλεσε τον κατακερματισμό των πετρωμάτων αυτών και τη δημιουργία ρηγμάτων που δημιούργησε τεκτονικές αναβαθμίδες που διακόπτουν την ομαλή ροή του νερού, σχηματίζοντας πολλά, μικρά, διαδοχικά σκαλοπάτια.
Κατά μήκος του Ασπροποτάμου, μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, υπήρχε συνεχής ροή του νερού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Έτσι, λίγα μέτρα από το σημείο του καταρράκτη, χτίστηκε ένας μεγάλος πέτρινος υδρόμυλος, ο οποίος σήμερα έχει καταστραφεί και σώζεται μόνο το κατώτερο τμήμα του. Στόχος του ήταν να συμβάλλει στην αγροτική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, αλέθοντας σιτάρι που παρήγαγαν οι γύρω καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Ο Ασπροπόταμος πηγάζει από τη νοτιοανατολική πλευρά του ορεινού όγκου του Λεπετύμνου και συνεχίζει την πορεία του δημιουργώντας λίγα μέτρα πιο κάτω τον εντυπωσιακό καταρράκτη στο λάκκο της “Μαν’ Κάτσα”.
Καταρράκτης Κάρδαμος Μανταμάδου | Θέση 155
Στο Βορειοανατολικό τμήμα της Λέσβου, λίγα χιλιόμετρα νότια του οικισμού του Μανταμάδου, μέσω αγροτικής οδού προς την περιοχή του Χάλικα, βρίσκεται ο καταρράκτης “Κάρδαμος”, ένας άγνωστος και καλά κρυμμένος καταρράκτης του νησιού.
Η περιοχή καλύπτεται από ηφαιστειακά πετρώματα και ο καταρράκτης δημιουργείται πάνω σε μια εκτεταμένη εμφάνιση ιγνιμβρίτη, ένα ηφαιστειακό πέτρωμα που σχηματίσθηκε πριν από 17 εκατομμύρια χρόνια, μετά από μια βίαιη έκρηξη του ηφαιστείου του Λεπετύμνου. Η τεκτονική δράση προκάλεσε τον κατακερματισμό των πετρωμάτων και τη δημιουργία μεγάλων ρηγμάτων που δημιούργησε τεκτονικές αναβαθμίδες. Ο καταρράκτης δημιουργείται από την απότομη ασυνέχεια των πετρωμάτων, κατά μήκος ενός μεγάλου ρήγματος που διασχίζει την ευρύτερη περιοχή του Χάλικα. Ο γκρεμός από τον οποίο τα νερά του ρέματος πέφτουν με ορμή, ανέρχεται περίπου στα 6 μέτρα, ο στροβιλισμός του νερού δημιουργεί μια φυσική εκβάθυνση στο σημείο της πτώσης σχηματίζοντας μια φυσική, μικρή λίμνη.
Το συγκεκριμένο ρέμα πηγάζει από τη νοτιοανατολική πλευρά του ορεινού όγκου του Λεπετύμνου και αποτελεί παραπόταμο του Ασπροπόταμου, με τον οποίο ενώνεται λίγα μέτρα πριν τις εκβολές του.
Καταρράκτης Λαγκάδα Σκαλοχωρίου | Θέση 156
Στη δυτική Λέσβο, στο χωριό του Σκαλοχωρίου, περίπου 2χλμ από την πλατεία του χωριού κατά μήκος του ρέματος της Λαγκάδας υπάρχει ο ομώνυμος εντυπωσιακός καταρράκτης.
Ο καταρράκτης δημιουργείται εξαιτίας ρήγματος που επηρεάζει τα ηφαιστειακά πετρώματα της περιοχής και συγκεκριμένα τις ανδεσιτικές λάβες. Το ρήγμα δημιουργεί μία μεγάλη αναβαθμίδα περίπου 8 μέτρων, που διακόπτει την ομαλή ροή του νερού και η οποία, κατά την πτώση του, δημιουργεί μια φυσική εκβάθυνση στο σημείο της πτώσης, σχηματίζοντας μια φυσική λιμνούλα.
Το ρέμα της Λαγκάδας πηγάζει από τα υψώματα της Κουρατσώνας (786μ.) και του Προφήτη Ηλία (542μ). Κατά μήκος του ρέματος της Λαγκάδας παρατηρείται συνεχής ροή του νερού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Για το λόγο αυτό στη θέση του καταρράκτη κατασκευάσθηκε ένας μεγάλος πέτρινος υδρόμυλος (συνολικά 14 στην περιοχή), ο οποίος στο παρελθόν άλεθε σιτάρι που παρήγαγαν οι γύρω καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Στη συνέχεια, το ρέμα της Λαγκάδας συνεχίζει την πορεία του και καταλήγει στον κόλπο του Γιαλουτσιπιά στις βόρειες ακτές της Λέσβου, ανάμεσα από το Καλό Λιμάνι και την αρχαία Άντισσα, όπου σχηματίζει τις εκβολές του.
ΣΠΗΛΑΙΑ
Σπήλαιο Άντισσας (ΣΠΗΛΙΟΣ) | Θέση 29
Σε μικρή απόσταση βόρεια του οικισμού της Άντισσας βρίσκεται το σπήλαιο Σπήλιος της Άντισσας, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την Ελληνική μυθολογία, καθώς αποτελούσε τόπο λατρείας του Ορφέα κατά την αρχαιότητα.
Το σπήλαιο είναι διανοιγμένο σε ένα λόφο που δομείται από ασβεστολιθικά πετρώματα ηλικίας περίπου 298-251 εκατομμυρίων χρόνων. Tο ασβεστολιθικό ύψωμα αναδύεται ανάμεσα στα νεότερα ηφαιστειακά πετρώματα που το περιβάλουν και φανερώνει την ιδιαίτερα έντονη τεκτονική δραστηριότητα της περιοχής.
Οι παράγοντες που συνέβαλαν στη δημιουργία του σπηλαίου είναι η τεκτονική δράση και η καρστική διάβρωση. Το καρστικό έγκοιλο δημιουργείται από την κίνηση νερού μέσα στη ζώνη τεκτονισμού μεγάλου τεκτονικού ρήγματος στον ασβεστολιθικό βράχο.
Η είσοδος του σπηλαίου, που έχει άνοιγμα 10 μέτρων πλάτους και 12 μέτρων ύψους, ονομάζεται «Χάος», από τους ντόπιους, και είναι εύκολα αναγνωρίσιμο και ορατό από τον οδικό άξονα Καλλονής – Σιγρίου.
Στο εσωτερικό του παρατηρούνται προϊστορικά ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, καθώς και δύο κατασκευές αργολιθοδομής.
Κατά την Ελληνική μυθολογία το κεφάλι του Ορφέα, εκβράστηκε στις ακτές της βόρειας Λέσβου και μεταφέρθηκε από τους κατοίκους μέσα στο σπήλαιο, όπου λειτούργησε ιερό, το οποίο συνέχισε να χρησμοδοτεί κάνοντας έτσι το μαντείο του Ορφέα πασίγνωστο στον αρχαίο κόσμο.
Σπήλαιο Φανερωμένης | Θέση 100
Στο Δυτικό άκρο της νήσου Λέσβου, στην παραλία «Παναγιά Φανερωμένη», βόρεια του οικισμού του Σιγρίου, βρίσκεται το ομώνυμο σπήλαιο μέσα στο οποίο είναι χτισμένο το εκκλησάκι της Παναγιάς της Φανερωμένης.
Κατά μήκος της παραλίας, καθώς και σε ένα μικρό τμήμα της ευρύτερης περιοχής, εμφανίζονται πετρώματα του υποβάθρου της Λέσβου. Πρόκειται για βράχους από σχιστολιθικά πετρώματα ηλικίας περίπου 250-300 εκατομμυρίων χρόνων.
Στους σχιστόλιθους μπορούν να παρατηρηθούν πτυχές μερικών εκατοστών σε αρκετά σημεία του όγκου του παράκτιου βράχου. Οι πτυχές γίνονται εμφανής με γυμνό μάτι από τον επισκέπτη. Πρόκειται για την κάμψη των πετρωμάτων, που οδηγεί στον σχηματισμό συγκλίνων και αντικλίνων που εμφανίζονται με τη μορφή σχημάτων τύπου «V» και «Λ», αντίστοιχα.
Οι πτυχές δημιουργούνται στα πετρώματα όταν αυτά φθάσουν σε μεγάλο βάθος στο εσωτερικό της Γης και εκτεθούν σε μεγάλη πίεση και θερμοκρασία, χωρίς αυτά να λιώσουν. Υπό συνθήκες μεγάλων θερμοκρασιών, τα πετρώματα συμπεριφέρονται ελαστικά με αποτέλεσμα να κάμπτονται εύκολα. Μέσα από την διαδικασία της ορογένεσης, αναδύονται ξανά στην επιφάνεια, εκεί όπου μπορούμε σήμερα να τα θαυμάσουμε.
Στο εκκλησάκι αυτό λέγεται ότι εκεί μόνασε ο κτήτωρ της Μονής Υψηλού, Άγιος Θεοφάνης μετά τον διωγμό του από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, την εποχή των εικονομαχιών.
Σπήλαιο Αγίου Θυμιανού
Ανάμεσα στους οικισμούς Θερμή και Πηγή, στην ευρύτερη περιοχή του υψώματος Μαύρος, βρίσκεται το σπήλαιο του Αγίου Θυμιανού.
Το σπήλαιο αποτελεί έναν καρστικό γεώτοπο που έχει σχηματισθεί μέσα στα παλαιότερα πετρώματα που συναντώνται στη Λέσβο, ηλικίας περίπου 300 εκατομμυρίων ετών. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή καλύπτεται από μάρμαρα που ανήκουν στην γεωλογική περίοδο του Περμίου.
Φτάνοντας στην είσοδο του σπηλαίου με πλάτος περίπου 2,5 μετρά, βρίσκονται τα πέτρινα σκαλιά που οδηγούν στην κυριά αίθουσα του σπηλαίου, εκεί όπου υπάρχει ένα ιερό αφιερωμένο στην λατρεία του Αγίου Ευθυμίου. Αριστερά υπάρχει ένας στενός διάδρομος που οδηγεί σε μια μικρή πηγή που αναβλύζει νερό. Μέσα στο σπήλαιο απουσιάζει ο έντονος σπηλαιοδιάκοσμος πάρα μόνο μερικοί μικροί σταλακτίτες.
Τα σπήλαια ανήκουν στα Καρστικά φαινόμενα και δημιουργούνται από την διάλυση του ασβεστόλιθου από την δράση του νερού. Τα σπήλαια από την προϊστορία χρησιμοποιήθηκαν ως οικία αλλά και ως χώροι λατρείας. Έτσι και το σπήλαιο του Αγίου Θυμιανού στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί ως ασκηταριό από χριστιανούς μονάχους της περιοχής.
Σπήλαιο Αγίου Φιλίππου
Το σπήλαιο του Αγίου Φιλίππου βρίσκεται δυτικά του οικισμού Λουτροπόλεως Θερμής και είναι διανοιγμένο μέσα στα ασβεστολιθικά πετρώματα του φαραγγιού της Θερμής.
Τα σπήλαια από την αρχαιότητα αποτελούσαν ένα πολύ οικείο περιβάλλον για τον άνθρωπο. Χρησιμοποιήθηκαν τόσο ως κατοικία όσο και ως χώροι λατρείας. Οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν ασφάλεια μέσα σε ένα σπήλαιο λόγω αυτής της σύνδεσης.
Φτάνοντας στο σπήλαιο του Αγίου Φιλίππου, ο επισκέπτης θα αντικρίσει ένα στενό άνοιγμα και κάποια σκαλάκια που οδηγούν στην κύρια αίθουσα του σπηλαίου με ένα μικρό ιερό αφιερωμένο στον Άγιο Φίλλιπο. Μέσα στο σπήλαιο απουσιάζει ο σπηλαιοδιάκοσμος ωστόσο, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τους εντυπωσιακούς ημιδιάφανους κρυστάλλους ασβεστίτη που υπάρχουν στη αριστερή πλευρά της αίθουσας.
Σε χαρτογράφηση του σπηλαίου βρέθηκε ότι στο βαθύτερο σημείο του σπηλαίου, στην οροφή υπάρχει ένας καρστικός αγωγός ύψους μεγαλύτερου των 8 μέτρων.
Το σπήλαιο συνδέεται με ένα θρησκευτικό μύθο! Λέγεται πως στα χρονιά της Τουρκοκρατίας στα γύρω κτήματα μια οικογένεια μάζευε ελιές, μέχρι που το αγοράκι της οικογένειας χάθηκε μέσα στην πυκνή βλάστηση. Για μέρες δεν το έβρισκε κάνεις. Ώσπου μετά από χρονιά το παιδί εμφανίστηκε στα όνειρα των γονιών και υπέδειξε την τοποθεσία του σπηλαίου, όπου και βρέθηκε ο σκελετός του μαζί με μια εικόνα του Αγίου Φίλιππου. Ιστορικά το σπήλαιο έχει χρησιμοποιεί ως καταφύγιο και ασκηταριό κατά το παρελθόν.
Σπήλαιο Αγίου Ιωάννη
Το σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη βρίσκεται αναμεσά στους οικισμούς της Θέρμης και της Πηγής. Τα πετρώματα μέσα στα οποία έχει διαμορφωθεί το σπήλαιο είναι μαρμαρά που ανήκουν στην γεωλογική περίοδο του Περμιού, ηλικίας περίπου 300 εκατομμυρίων ετών. Το σπήλαιο έχει βάθος 25 μέτρων και δεσπόζει λίγο πριν την κορυφή του υψώματος Παλαμά.
Τα σπήλαια ανήκουν στα Καρστικά φαινόμενα και δημιουργούνται από την διάλυση του ασβεστόλιθου από την δράση του νερού. Τα σπήλαια είναι βαθιά συνδεδεμένα με τον άνθρωπο καθώς από την προϊστορία χρησιμοποιήθηκαν ως οικία αλλά και ως χώροι λατρείας, έτσι και το σπήλαιο του Αγ. Ιωάννη στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί ως ασκηταριό από χριστιανούς μονάχους της περιοχής.
Το σπήλαιο του Αγ. Ιωάννη του Καταφυγή έχει ένα από τους πιο πλούσιους σπηλαιοδιάκοσμους από όλα τα σπήλαια της Λέσβου. Στο σπήλαιο ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει εντυπωσιακούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες καθώς και Παραπετασματοειδείς (κουρτίνες) σχηματισμούς.
Μέσα στο σπήλαιο υπάρχει μια περιοδική ροή νερού, στην οποία οφείλεται και η ύπαρξη του σπηλαιοδιάκοσμου. Στο σπήλαιο υπάρχουν δυο κυρίες αίθουσες σε διαφορετικά επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο υπάρχει ένα μικρό ιερό αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη του Καταφυγή, ενώ κατεβαίνοντας στη δεύτερη αίθουσα ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τον εντυπωσιακό σπηλαιοδιάκοσμο.
ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΤΟΜΕΙΑ – ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Αρχαία Ορυχεία Στυπτηρίας Στύψης | Θέση 69
Στους Νοτιοδυτικούς πρόποδες του μεγαλύτερου ηφαιστειακού κέντρου της Λέσβου, του όρους Λεπετύμνου, βρίσκονται τα αρχαία ορυχεία στυπτηρίας της Στύψης. Τα ορυχεία είναι εμφανή από το ύψος του κεντρικού οδικού δικτύου, στην Νότια παράκαμψη του χωριού της Στύψης, το όνομα του οποίου οφείλεται στην μεγάλη παραγωγή εξόρυξης στυπτηρίας.
Η υδροθερμική δραστηριότητα, που ακολούθησε την ηφαιστειότητα, προκάλεσε την αποσάθρωση των πετρωμάτων στο εσωτερικό της καλδέρας δημιουργώντας εκτεταμένες ζώνες πυριτίωσης, αλλά και πλούσια κοιτάσματα μεικτών θειούχων μεταλλευμάτων που εξορύσσονταν στην περιοχή, από την Εφταλού μέχρι την Άργενο.
Η στυπτηρία είναι ένα θειικό άλας που ονομάζεται αλουνίτης και βρίσκεται σε όλα τα ηφαιστειακά νησιά. Εξορύχθηκε σε πολλά από αυτά, και κατά τους υστεροβυζαντινούς και ρωμαϊκούς χρόνους, εξορύχθηκε και στη Λέσβο. Η στυπτηρία αποτελούσε σημαντικό υλικό, καθώς χρησιμοποιήθηκε για φαρμακευτικές κυρίως χρήσεις, χάρη στις αιμοστατικές του ιδιότητες.
Αρχαίο Λατομείο Γκρίζου Μάρμαρου Μόριας | Θέση 84
Στην Ανατολική Λέσβο, 4 χιλιόμετρα Βορειοδυτικά της πόλη της Μυτιλήνης, βρίσκεται το λατομείο γκρίζου μαρμάρου της Μόριας, το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα λατομεία της Λέσβου, αλλά και του ευρύτερου Αιγιακού χώρου.
Οι κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι είναι από τα παλαιότερα πετρώματα και εμφανίζονται σε πολλές περιοχές της νοτιοανατολικής Λέσβου. Πρόκειται για πετρώματα που σχηματίσθηκαν κατά τη γεωλογική περίοδο του Τριαδικού, πριν από 200-250 εκατομμύρια χρόνια, από ιζήματα που αποτέθηκαν στο περιθώριο του ωκεανού της Τηθύως, του ωκεανού που κάλυπτε την περιοχή της σημερινής Νότιας Ευρώπης και Βόρειας Αφρικής. Στους κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους, στην περιοχή της Μόριας, έχουν διατηρηθεί εντυπωσιακά απολιθώματα ασπόνδυλων (Megalodon).
Το λατομείο καταλαμβάνει μια έκταση μήκους 200μ., πλάτους 120μ. και 30μ. βάθους, σε ορισμένα σημεία, καθώς και εννέα εξορυκτικές κοιλότητες.
Η λειτουργεία του λατομείου χρονολογείται κυρίως κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, καθώς υπάρχουν τα ίχνη των εργαλείων και της τεχνικής λατόμευσης, πάνω στα πετρώματα, τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της εποχής εκείνης. Το υλικό εκμετάλλευσης αποτελεί το γκρίζο μάρμαρο ηλικίας 180-240 εκατομμυρίων ετών, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή πολλών μνημείων της αρχαίας Μυτιλήνης, όπως για παράδειγμα, το Αρχαίο Θέατρο, το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο αλλά και σε πολλές περιοχές της επικράτειας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επίσης, έχουν βρεθεί εκατοντάδες ημίεργα αρχιτεκτονικά μέλη. Το μάρμαρο που εκμεταλλεύονταν οι Ρωμαίοι ήταν γνωστό και ως «Λέσβιος Λίθος» ή «Marmor Lesbium».
Emysorbicularis
Η Στικτή νεροχελώνα αποτελεί ένα από τα αυτόχθονα είδη χελωνών γλυκού νερού της Λέσβου. Ξεχωρίζει από της υπόλοιπες χελώνες ως προς τον χρωματισμό της, ο οποίος είναι αρκετά σκουρόχρωμος. Το καβούκι του διακρίνεται καθώς σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χελώνες δεν φέρει αρκετά διακριτές πλάκες και είναι σκούρο μελανό στο σύνολο του. Ως προς το μέγεθος δεν ξεπερνά τα 20 εκατοστά, με τα θηλυκά να είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος σε σχέση με τα αρσενικά.
Απαντάται στην Πελοπόννησο και την Ηπειρωτική Ελλάδα και σε μερικά νησιά του Ιονίου, του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου Πελάγους. Στην Λέσβο απαντάται σε υγροτόπους με γλυκά νερά κυρίως ποτάμια. Γενικά προτιμά στάσιμα ή ελαφρώς ρέοντα νερά με υδρόβια βλάστηση.
Μόλις αντιληφθεί κίνδυνο κρύβεται αμέσως στο νερό. Συναντάται αρκετά πιο σπάνια σε σχέση με την γραμμωτή νεροχελώνα. Τρέφεται με ασπόνδυλα μικρά ψάρια, αμφίβια ερπετά και φυτά. Γεννούν 3-18 αυγά σε μαλακό χώμα, τα οποία εκκολάπτονται μετά από 2-4 μήνες.
Ελληνική χελώνα
Testudograeca
Απαραγνώριστη! Αποτελεί την πιο κοινή χελώνα στη χώρα μας. Σε μήκος δεν ξεπερνά τα 30 εκατοστά με τα θηλυκά άτομα να είναι μεγαλύτερα σε σχέση με τα αρσενικά. Χαρακτηριστικό είναι το μοτίβο που επικρατεί πάνω στο καβούκι της με τις σχεδόν τετράγωνους-πεντάγωνους δακτυλίους σε κάθε πλάκα, να είναι καφέ και μαύρου χρώματος. Μελανές είναι και οι φολίδες στα άκρα της αλλά και την κεφαλή της με καφέ περιγράμματα. Η κατώτερη – εξωτερική σειρά πλακών (δερματικές πλάκες) της ράχης της, συγκλίνουν προς το εσωτερικό.
Επικρατεί κυρίως στην Ελλάδα εξου και το όνομα της (graeca), με τους πληθυσμούς στην υπόλοιπη Ευρώπη να έχουν χαρακτηρισθεί ως σχεδόν απειλούμενοι. Απαντάται κοντά σε ποτάμια, δάση ακόμα και κοντά σε οικισμούς.
Ζει παραπάνω από 50 χρόνια. Τρέφεται με ασπόνδυλους οργανισμούς και φυτικά είδη. Λόγω των απειλών από τις πυρκαγιές και την υποβάθμιση των οικοτόπων τους, προστατεύεται με Προεδρικό Διάταγμα.
Γραμμωτή νεροχελώνα
Mauremysrivulata
Η Γραμμωτή νεροχελώνα ξεχωρίζει με την πρώτη ματιά χάρη στις λευκές λεπτές γραμμές που φέρει σε όλο το σώμα της, με μερικές να φτάνουν έως το ραχιαίο τμήμα του καβουκιού της. Χαρακτηριστικός επίσης είναι ο λαιμός της ο οποίος φέρει τις περισσότερες γραμμώσεις, ενώ όταν αυτός κλείνει σύρεται μέσα δημιουργεί μια εγκόλπωση που θυμίζει ζιβάγκο. Κοιλιακά το καβούκι της έχει καφέ χρώμα. Τα ενήλικα άτομα δύσκολα ξεπερνούν σε μέγεθος τα 30 εκ., ενώ τα θηλυκά άτομα είναι αυτά με το μεγαλύτερο μέγεθος.
Αποτελεί είδος της Ανατολικής Μεσογείου μιας και εξαπλώνεται στην Ελλάδα, τα παράλια της Τουρκίας και στην Κύπρο. Αποτελεί ένα από τα αυτόχθονα είδη χελώνων της χώρας μας, ενώ όσον αφορά το νησί μας είναι πολύ συχνή η παρουσία της μέσα στα περισσότερα ποτάμια του.
Ζουν παραπάνω από δέκα χρόνια. Εξαρτώνται αρκετά από το υδάτινο στοιχείο, ενώ τρέφονται με ασπόνδυλα, αμφίβια και φυτά. Αποθέτουν τα λιγοστά αυγά τους μέσα σε μαλακό χώμα. Προστατεύεται με Προεδρικό διάταγμα.
Ασφοντυλάρι
Ophisops elegans
Άλλη μια ιδιαίτερη σαύρα για το νησί μας. Ο Οφίσωψ σε μήκος φτάνει τα 14 εκατοστά, με τα θηλυκά άτομα, να είναι μεγαλύτερα σε σχέση με τα αρσενικά. Η ουρά τους είναι μεγαλύτερη σε μήκος σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα. Χαρακτηριστικός είναι ο χρωματισμός του με τις πράσινες, κίτρινες, μαύρες αλλά και γκρι λωρίδες που σχηματίζουν οι φολίδες του στην ράχη ενώ πλευρικά αυτές είναι γαλάζιε, με μελανά στίγματα, στο στόμα και το λαιμό γίνονται λαχανί, ενώ η ουρά τους συνήθως είναι γκρι. Τα πίσω άκρα είναι μακρύτερα σε σχέση με τα μπροστινά, ενώ χαρακτηριστικό γνώρισμα του είδους είναι ότι δεν φέρουν βλέφαρα όπως και τα φίδια, αλλά σκεπάζει τους οφθαλμούς του με μια μεμβρανώδη δομή.
Εξαπλώνεται στην Μεσόγειο και την Κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα εξαπλώνεται στην Θράκη και σε μερικά νησιά. Αποτελεί ένα σημαντικό είδος για την πανίδα του νησιού μας. Απαντάται συνήθως σε ανοικτές θέσεις με ξερικά φρύγανα.
Σε σύγκριση με άλλες σαύρες δραστηριοποιείται κατά την διάρκεια της ημέρας, με σκοπό την συλλογή τροφής, η οποία περιλαμβάνει έντομα. Τα θηλυκά γεννούν ελάχιστα αυγά.
Κροκοδειλάκι
Stellagamastellio
Το κροκοδειλάκι αποτελεί ένα σημαντικό είδος σαύρας για τα νησιά της Ελλάδας. Σε μήκος το σώμα του φτάνει περίπου τα 25-30 εκατοστά. Η ουρά του σε σχέση με άλλα είδη έχει μέγεθος περίπου ίσο με του υπόλοιπου σώματός του. Διαθέτει φολίδες οι οποίες είναι μεγαλύτερες στα άκρα και την κεφαλή του. Ο χρωματισμός του συνήθως είναι προσαρμοσμένος στο υπόστρωμα που απαντάται, με συνήθη χρώματα να είναι οι αποχρώσεις του γκρι, μαύρου και καφέ. Χαρακτηριστική είναι η ουρά του, με λευκούς και μαύρους δακτυλίους με μικρά πλευρικά εξογκώματα.
Κατανέμεται στην Ελλάδα, με την Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου να αποτελούν τα δυτικότερα όρια εξάπλωσης του. Απαντάται επίσης στην Νοτιοδυτική Ασία και την Βορειοανατολική Αφρική. Στην Λέσβο αποτελεί ένα σημαντικό είδος της πανίδα της.
Είναι ακίνδυνο είδος προς τον άνθρωπο. Οι ανοιχτόχρωμες κηλίδες που διαθέτει στην ράχη και την ουρά του, μπορεί να αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την διάθεση του. Τρέφονται με φυτά αρθρόποδα ή μικρότερα σαυρίδια. Συνήθως θερμαίνεται πάνω σε πέτρες, ενώ όταν αντιληφθούν κίνδυνο κρύβονται σε σχισμές βράχων, είτε σε άλλα σε σκιερά μέρη.
ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ
Περσικός Σκίουρος
Sciurusanomalus
Η Γαλιά αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά δενδρόβια και ημερόβια είδη της Λέσβου. Είναι ένα είδος τρωκτικού, με μέγιστο μέγεθος να μην ξεπερνά τα 20 εκατοστά. Με μια πρώτη ματιά, είναι εμφανείς η απαλή καφέ γούνα του, με τις γκρι λωρίδες στην ράχη του, ενώ αξιοθαύμαστο είναι ότι ο χρωματισμός της κατά την περίοδο του χειμώνα γίνεται σκουρότερος για να προσαρμόζεται καλύτερα στο περιβάλλον. Η κοιλιακή χώρα συνήθως είναι αυτή με τα πιο φωτεινά χρώματα από κίτρινο έως πορτοκαλί. Εντυπωσιακή είναι επίσης η μακριά και πυκνή ουρά της που κυματίζει καθώς αυτός τρέχει. Διαθέτει 4 δάχτυλα στα μπροστινά και 5 στα πίσω πόδια. Συνολικά διαθέτουν 20 δόντια, και από αυτά εκλείπουν οι κυνόδοντες.
Η Γαλιά όπως ονομάζεται τοπικά ή διαφορετικά Περσικός σκίουρος, έχει Ασιατική προέλευση, με το νησί της Λέσβου, να αποτελεί το μοναδικό μέρος εμφάνισης του στην Ευρώπη, και γι’ αυτό κατηγοριοποιείται στα σχεδόν απειλούμενα είδη.Παρατηρούνται όλη την διάρκεια του χρόνου, ενώ είναι πιο ενεργά κυρίως την καλοκαιρινή εποχή ή στα τέλη αυτής με σκοπό την συλλογή τροφής και την αναπαραγωγή.
Αλεπού
Vulpes vulpes
Αποτελεί ένα γρήγορο και αρκετά έξυπνο θηλαστικό με μακρύ σώμα και ουρά. Συνήθως τα αρσενικά άτομα είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος και ζουν 3 χρόνια. Η γούνα της κόκκινης αλεπούς, ποικίλει σε χρώμα από ανοιχτό κιτρινοκόκκινο μέχρι σκούρο καστανοκόκκινο, κυρίως στο ραχιαίο τμήμα της, ενώ η γούνα της είναι άσπρη με σταχτί χρωματισμούς κοιλιακά. Τα πόδια της είναι αυτά με τη σκουρότερη γούνα, καθώς είναι μελανά. Ένα λευκό ή μαύρο τρίχωμα υπάρχει και στην κορυφή της ουράς της. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσωπο της με τη στενή καφέ ή μαύρη μουσούδα, τα κίτρινα μάτια και τα μελανά όρθια αφτιά της.
Η κόκκινη αλεπού κυριαρχεί στο Βόρειο ημισφαίριο από την Αρκτική έως την Βόρεια Αφρική, την Κεντρική Αμερική και Κεντρική Ασία. Το ενδιαίτημα της αποτελούν τα δάση, αστικές, λιβαδικές περιοχές όπως και βουνά, με μεγάλα υψομετρικά εύρη έως και το επίπεδο της θάλασσας.
Η αλεπού ανήκει στα παμφάγα μιας και ο κύριος τύπος τροφής της αποτελεί η σάρκα μικρότερων ζώων όπως ποντικών, πουλιών, αμφίβιων, και αρθροπόδων, αλλά της αρέσουν και τα φρούτα. Τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά άτομα συνεργάζονται για την φροντίδα των νεοσσών, η οποία μπορεί να διαρκεί έως και 70 ημέρες. Εκτός από την παραγωγή ήχου χρησιμοποιούν εκφράσεις του προσώπου και αδενικές εκκρίσεις προκειμένου να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Πετροκούναβο
Martes foina
Το πετροκούναβο είναι ένα μικρό θηλαστικό μεγέθους 40-50 εκατοστών. Το χρώμα του τριχώματος του μπορεί να ποικίλει από σκούρο καφέ έως ανοιχτόχρωμο γκρι. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του είναι η λευκή γούνα κάτω από το πηγούνι του, τον λαιμό, την μπροστινή πλευρά των ποδιών και τον θώρακα του. Αυτό παρατηρείται κυρίως στα ενήλικα, καθώς διαφέρει στα νεαρά άτομα, μιας και είναι γκριζωπή. Επίσης διαθέτει μακριά άκρα και μια φουντωτή ουρά. Η κωνική μουσούδα του είναι καφέ, χωρίς μουστάκια, με μαύρα μάτια και στρόγγυλα αυτιά.
Το πετροκούναβο εξαπλώνεται σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, καθώς και την Κεντρική Ασία. Το πετροκούναβο εξαπλώνεται σχεδόν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά και το νησί μας, στο οποίο αποκαλούν ως ατσίδι. Προτιμάει ανοιχτά δάση και βράχια σε βουνά, ενώ μπορεί να παρατηρηθεί και κοντά σε αστικά οικοσυστήματα.
Αναπαράγεται στα μέσα του καλοκαιριού, φέρνοντας στην ζωή 3- 4 νεαρά, άτριχα και τυφλά άτομα. Η μητέρα αναλαμβάνει αποκλειστικά την φροντίδα των νεογνών. Ζουν περίπου 3 χρόνια. Τρέφονται με μικρότερα θηλαστικά και πουλιά, ιδιαίτερα νεοσσούς και αυγά, ενώ το καλοκαίρι τρέφονται και με φρούτα.
Αβοκέτα
Recurvirostraavocetta
Απαραγνώριστη! Σχετικά μεγάλο παρυδάτιο, φαίνεται ασπρόμαυρο όταν στέκεται και όταν πετά. Τα πόδια είναι γκρι-μπλε και το ράμφος μαύρο, πολύ χαρακτηριστικό, γυριστό προς τα πάνω. Όταν πετά ο λαιμός και τα πόδια είναι τεντωμένα μπροστά και πίσω, αντίστοιχα. Τα νεαρά έχουν τις μαύρες ταινίες στην πλάτη (κλειστές φτερούγες) καφέ.
Η ευρωπαϊκή της κατανομή είναι ιδιαίτερα διακεκομμένη με λίγους μόνιμους πληθυσμούς στις νότιες περιοχές, ενώ ξεχειμωνιάζει στα παράλια της Βόρειας Αφρικής και σε κεντρικά της τμήματα. Εξαπλώνεται επίσης στην κεντρική και νότια Ασία αλλά και τη Νότια Αφρική. Στην Ελλάδα ξεχειμωνιάζει και αναπαράγεται, σε παράκτιους υγρότοπους υφάλμυρου ή αλμυρού νερού και επίσης διέρχεται κατά τη μετανάστευση. Θα τη βρούμε αποκλειστικά στον Κόλπο Καλλονής: στην Αλυκή Καλλονής και Πολυχνίτου, στο έλος Αλυκούδι και στον υγρότοπο Εννιά Καμάρες (Σκάλα Καλλονής) όπου και αναπαράγεται. Το σύνολο των πουλιών που ξεχειμωνιάζουν στην περιοχή μας (150-200) όπου συγκεντρώνεται στην Αλυκή Πολυχνίτου.
Τρέφεταιτσιμπώντας τη λεία της από την επιφάνεια του νερού ή μέσα στη λάσπη αλλά επίσης και με το να κινεί δεξιά-αριστερά το μισάνοιχτο ράμφος της σε ρυθμό περίπου 30-40 κουνήματα το λεπτό. Η τροφή της αποτελείται από υδρόβια ασπόνδυλα (έντομα, καρκινοειδή, σκουλήκια), ψάρια και φυτικό υλικό (σπόρους και μικρές ρίζες). Φωλιάζεισε νησίδες σε σχηματισμό από πετραδάκια. Τα μικρά μένουν εντός της φωλιάς μερικές μόνο μέρες και στη συνέχεια κινούνται πάνω στην προστατευμένη νησίδα και πέραν του ορίου του νερού γύρω από αυτήν, μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά και να μπορούν να ακολουθούν τους γονείς τους.
Φλαμίνγκο ή Φοινικόπτερο
Phoenicopterus roseus
Από κοντινή απόσταση φαίνεται καθαρά η ροζ απόχρωση του φτερώματος και των γυμνών τμημάτων του σώματός του (πόδια, ράμφος) ενώ από μακριά δίνει την εντύπωση πως είναι λευκό. Πετά με το λαιμό και τα πόδια σε έκταση με γρήγορα χτυπήματα των φτερούγων. Τα νεαρά και μέχρι την ηλικία των 2 ετών έχουν καφέ απόχρωση που σιγά σιγά μετατρέπεται σε άσπρη και στη συνέχεια στη ροζ καθώς αλλάζουν ένα προς ένα τα φτερά του σώματός τους. Τα αρσενικά ξεχωρίζουν από τα θηλυκά από το μεγαλύτερο ύψος τους.
Εξαπλώνεται σε Αφρική, Νότια Ευρώπη και Ασία. Τα πουλιά των παραλίων της Μεσογείου και αυτά της δυτικής Αφρικής θεωρείται πως ανήκουν σε ξεχωριστό υπο-πληθυσμό από τα υπόλοιπα. Τα πουλιά που βλέπουμε στη χώρα μας προέρχονται κυρίως από τις αποικίες του είδους στην Τουρκία, Ιταλία, Γαλλία και τις χώρες της Βόρειας Αφρικής, καθώς δεν αναπαράγεται στην Ελλάδα, αλλά παραμένουν σε υγροτόπους της χώρας μας όλο το χρόνο.
Ο Κόλπος Καλλονής θεωρείται μια από τις σημαντικές περιοχές στην Ελλάδα όπου τα Φλαμίνγκο μαζεύονται για να ξεχειμωνιάσουν (συνήθως 1300-1800 πουλιά), όμως είναι παρόντα όλα το χρόνο με τον πληθυσμό τους να πέφτει στα 400 άτομα κάθε καλοκαίρι. Κάποιες χρονιές μπορεί και να εκτοξεύεται στα 4000 πουλιά όταν, μετά το πέρας της αναπαραγωγής, μετακινούνται προς άλλες περιοχές και μένουν στη Λέσβο για μικρό διάστημα. Το πιο σίγουρο μέρος να τα δούμε είναι η Αλυκή Καλλονής και η Αλυκή Πολυχνίτου ενώ επίσης (περισσότερο το χειμώνα και άνοιξη) στον υγρότοπο των Μέσσων, στις Εννιά Καμάρες, το Έλος Παρακοίλων και Νυφίδας, στο Αλυκούδι, την εκβολή Τσικνιά και στα ρηχά παράλια του κόλπου.
Τρέφεταιβυθίζοντας το ράμφος του στο νερό και φιλτράροντάς το καθώς το περνά από ένα σύστημα μεμβρανών με τη βοήθεια της γλώσσα του. Καταναλώνει μια ποικιλία από υδρόβια ασπόνδυλα (γαριδούλες, μαλάκια, έντομα), φυτικό υλικό (σπόρους από υδρόβια φυτά, φύκη) και μικρά ψάρια. Συνήθως περπατά καθώς το κάνει αυτό ή πλατσουρίζει επιτόπου προσπαθώντας να ανεβάσει τη λεία από τον πυθμένα στο νερό. Σε κάποιες περιοχές ταΐζει τους νεοσσούς του με μια ειδική ουσία (σαν γάλα) που παράγουν και οι δύο γονείς μέχρι ο νεοσσός να γίνει δύο μηνών.
Ωριμάζουν και μπορούν να αναπαραχθούν από την ηλικία των 3 ετών και άνω (συνήθως 5-6 ετών). Ζει πολλά χρόνια και το μεγαλύτερο σε ηλικία Φλαμίνγκο έφτασε τα 33 χρόνια στη φύση και τα 44 σε αιχμαλωσία! Είναι το πιο ψηλό πουλί στην Ελλάδα και το μεγαλύτερο από τα 6 είδη της οικογένειας των φλαμίνγκο που υπάρχουν στον κόσμο.
Συχνά ακούγονται οι φωνές τους καθώς πετούν πάνω από τα χωριά τη νύχτα μετακινούμενα από υγρότοπο σε υγρότοπο εντός Λέσβου, αν και πουλιά φεύγουν και έρχονται συνεχώς και από άλλες περιοχές (παράλια Τουρκίας). Επίσης, μπορεί να παρατηρήσουμε μεμονωμένα άτομα και μικρές ομάδες στα βόρεια παράλια του νησιού (Γαβαθά- Τσόνια), ιδιαίτερα στα τέλη καλοκαιριού και το φθινόπωρο.Τα πρώτα νεαρά Φλαμίνγκο εμφανίζονται κάθε χρόνο στα τέλη Αυγούστου και είναι πουλιά που έχουν γεννηθεί σε υγροτόπους στη διπλανή Τουρκία.
Καλαμοκανάς
Himantopus himantopus
Απαραγνώριστο παρυδάτιο πουλί με πολύ ψηλά ροδόχρωμα πόδια, λευκό σώμα και μαύρες φτερούγες. Στα αρσενικά το μαύρο της πλάτης (κλειστές φτερούγες) είναι λαμπερό, καμιά φορά με πράσινες μεταλλικές αποχρώσεις, ενώ στα θηλυκά μοιάζει σαν ξεθωριαμένο και κάποιες φορές (από κοντινή απόσταση) φαίνεται καφέ. Χαρακτηριστικό ολόμαυρο, λεπτό και ίσιο ράμφος. Όταν πετά εξέχουν πολύ χαρακτηριστικά, προς τα πίσω τα πόδια του.
Είναι καλοκαιρινός επισκέπτης στην Ευρώπη και εξαπλώνεται κυρίως στα νότια τμήματά της, βόρεια από τη Μαύρη Θάλασσα, στη Μέση Ανατολή και Νότια Ασία. Το χειμώνα μεταναστεύει σε περιοχές της Αφρικής, κάτω από τη Σαχάρα. Ζει σε υγρότοπους με ρηχό νερό, κατά προτίμηση γλυκό (έλη, όχθες λιμνών, πλημμυρισμένες εκτάσεις) ,αλλά επίσης σε αλυκές και παράκτιους αλμυρούς βάλτους. Στη Λέσβο αναπαράγεται αποκλειστικά στην περιοχή του Κόλπου Καλλονής, στις δύο αλυκές (Καλλονής και Πολυχνίτου), στον υγρότοπο Μέσσων, τις Εννιά Καμάρες και κάποιες χρονιές και στο έλος Νυφίδας και Παρακοίλων. Από το νησί περνάνε, επίσης, δεκάδες πουλιά που μεταναστεύουν προς άλλες περιοχές. Είναι από τα πρώτα παρυδάτια είδη πουλιών που φτάνουν κάθε Άνοιξη στη Λέσβο!
Τρέφεται με μια μεγάλη ποικιλία υδρόβιων οργανισμών κυρίως έντομα και τις προνύμφες τους (σκαθάρια, εφημερόπτερα, κουνούπια κά.), μικρά όστρακα, γαρίδες και καβουράκια, μικρά ψάρια και τα αυγά τους. Φωλιάζεισε νησίδες που θα βρει σε υγροτόπους αλλά, κάποιες φορές, σε όχθες υγροτόπων με ρηχό νερό.
Συχνά φωλιάζει στις ίδιες νησίδες με την Αβοκέτα και γλαρόνια και σφυριχτές. Γεννά στη Λέσβο, από τα μέσα Απριλίου σε αποικίες φωλιών από 2 -5 φωλιές στην ίδια έκταση.Γεννά συνήθως μέχρι 4 αυγά που κλωσσά 22-29 μέρες και από τους δύο γονείς. Συγκριτικά, για το μέγεθος του σώματός του, είναι το πουλί που έχει τα υψηλότερα πόδια στον κόσμο! Πολύ "ομιλητικό" κατά την αναπαραγωγική περίοδο, ειδικά αν πλησιάσει κάποιος εν δυνάμει θηρευτής (ακόμα και ο άνθρωπος) κοντά στη φωλιά του.
Αργυροπελεκάνος
Pelecanus crispus
Οι νεαροί Αργυροπελεκάνοι είναι γκριζωποί και αποκτούν το κατάλευκο φτέρωμά τους μετά από τουλάχιστον 2 χρόνια. Λίγο πριν την περίοδο της αναπαραγωγής, στα ώριμα άτομα το σαρκώδες κάτω ράμφος αποκτά λαμπερό κόκκινο χρώμα. Το ράμφος του είναι εξοπλισμένο με ένα πολύ χρήσιμο άγκιστρο στην άκρη του που διευκολύνει το κράτημα των ψαριών που συλλαμβάνει.
Ο Αργυροπελεκάνος εμφανίζεται από τη ΝΑ Ευρώπη μέχρι τις ακτές της Κίνας. Τα πουλιά των Βαλκανίων θεωρείται πως μετακινούνται όχι πάνω από 1000 χλμ προς στις περιοχές ξεχειμωνιάσματος, έτσι οι πελεκάνοι που γεννιούνται στην Ελλάδα μάλλον ξεχειμωνιάζουν στην Τουρκία και Μέση Ανατολή. Στη Λέσβο θα τον δούμε κυρίως ως περαστικό από Ιούνιο μέχρι το Δεκέμβριο.
Είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε άνοιγμα φτερών πουλί του κόσμου και το όνομά του προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη «πέλεκυς» (τσεκούρι). Ψαρεύει «χτυπώντας» το νερό λίγο κάτω από την επιφάνεια και χρησιμοποιώντας τη σαρκώδη σακούλα του κάτω ράμφους ως απόχη. Καταναλώνει περίπου 1,2 κιλά ψάρια κάθε μέρα. Συχνά τρέφεται σε ομάδες, επίσης σε συνεργασία με άλλα ψαροφάγα πουλιά όπως ο Κορμοράνος (Phalacrocoraxcabro). Τα δύο είδη στριμώχνουν τα κοπάδια των ψαριών τόσο από την επιφάνεια (πελεκάνος) όσο και κάτω από αυτή (κορμοράνος με βουτιές) κάνοντας έτσι το ψάρεμα και των δυό τους πιο αποτελεσματικό. Οι δύο μεγαλύτερες αποικίες αναπαραγωγής του είδους στον κόσμο βρίσκονται στην Ελλάδα (Μικρή Πρέσπα και Λίμνη Κάρλα), που σαν χώρα φιλοξενεί περίπου το ¼ του παγκόσμιου πληθυσμού του! Φωλιάζει σε νησίδες σε υγροτόπους της Βόρειας και Δυτικής Ελλάδας και τις τελευταίες δεκαετίες σε ειδικές τεχνητές πλατφόρμες που τοποθετούνται για το σκοπό αυτό.
Μαυροπελαργός
Ciconia nigra
Τα αρσενικά ξεχωρίζουν από τα θηλυκά από το λίγο μεγαλύτερο μέγεθός τους. Τα νεαρά άτομα έχουν καφέ απόχρωση αντί για μαύρη και πόδια και ράμφος πρασινωπά (θα γίνουν κόκκινα μετά την ηλικία των 2 ετών).Η κοιλιακή τους χώρα είναι λευκή. Τα μαύρα μάτια τους περιβάλλει μια κόκκινη μεγάλη κηλίδα.
Ο μαύροπελαργος τρέφεται συνήθως κοντά ή μέσα στο νερό (ακόμη και τις θαλάσσιες ακτές) περπατώντας και εντοπίζοντας τη λεία του. Κυρίως ψάρια, αμφίβια, έντομα, καβούρια, ερπετά, αλλά και μικρά θηλαστικά. Φωλιάζει στα πευκοδάση της Λέσβου και σε βραχώδεις σχηματισμούς κοντά σε ρέματα και ποτάμια σε μεγάλου μεγέθους φωλιές από μεγάλα κλαδιά. Γεννά 3-5 αυγά που κλωσούν και οι δύο γονείς για 35-36 μέρες και τα μικρά είναι σε θέση να αφήσουν τη φωλιά σε ηλικία άνω των δύο μηνών (65-71 ημέρες μετά). Ο Μαυροπελαργός είναι συγγενικό είδος του Λευκοπελαργού και το νησί της Λέσβου είναι το μοναδικό στην Μεσόγειο όπου και τα δύο αυτά είδη αναπαράγονται.
Λευκοπελαργός
Ciconia ciconia
Μεγάλο πουλί με άσπρο φτέρωμα και μαύρες στην άκρη του φτερούγες. Ράμφος και πόδια κόκκινα στα ενήλικα και μαύρα στα νεαρά πουλιά. Πετά με τα πόδια και το λαιμό τεντωμένα. Συχνά θα το δούμε να πετά με ακίνητες φτερούγες (να ανεμοπορεί όπως λέγεται) ψηλά στον ουρανό καθώς μετακινείται για να αναζητήσει την τροφή του. Δεν έχει φωνή παρά κτυπά για λίγο το ράμφος του όταν ενοχλείται, ενώ πολύ γνωστοί είναι οι ήχοι από τα κροταλίσματα των ραμφών τους όταν τα πουλιά ζευγαρώνουν και βρίσκονται στη φωλιά.
Εξαπλώνεται στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (και περιορισμένα στη ΒΔ Αφρική, την Κεντρική Ασία και την Ινδική Χερσόνησο), απουσιάζοντας από μεγάλες περιοχές της Δυτικής Ευρώπης. Φτάνει κάθε Άνοιξη για να αναπαραχθεί, ενώ ξεχειμωνιάζει στη Αφρική. Περνά τη Μεσόγειο Θάλασσα από το Γιβραλτάρ και τον Βόσπορο, και έτσι χιλιάδες πουλιά παρατηρούνται εκεί καθημερινά από τα τέλη Αυγούστου κάθε χρόνο. Ζει σε περιοχές όπου απουσιάζουν τα δάση και η κλειστή βλάστηση και μπορεί να βρει υγροτοπικές εκτάσεις και καλλιέργειες. Στη Λέσβο φωλιάζει στα Παπιανά, Καλλονή, Δάφια, Αγία Παρασκευή και Πολυχνίτο και λίγο παλιότερα σε Ερεσό, Μανταμάδο και Ίππειος.
Ο Λευκοπελαργός τρέφεται κοντά στο νερό και σε χερσαίες εκτάσεις περπατώντας και εντοπίζοντας τη λεία του πριν την χτυπήσει με το μεγάλο του ράμφος. Προτιμά αμφίβια και ερπετά, μεγάλα έντομα και ψάρια αλλά κάποιες φορές ψοφίμια. Φωλιάζεισε κτήρια, στύλους, κ.ά. και εδώ στη Λέσβο στις καμινάδες από τα παλιά ελαιοτριβεία. Γεννά 1-7 αυγά που κλωσούν και οι δύο γονείς για 33-34 μέρες και με τα μικρά να αφήνουν τη φωλιά σε ηλικία άνω των δύο μηνών. Ωριμάζει και μπορεί να φωλιάσει σε ηλικία συνήθως 4 ετών. Ο Λευκοπελαργός είναι συγγενικό είδος του Μαυροπελαργού και το νησί της Λέσβου είναι το μοναδικό στην Μεσόγειο όπου και τα δύο αυτά είδη αναπαράγονται.
Σταχτοτσικνιάς
Ardea cinerea
Ο Σταχτοτσικνιάς, στην πρώτη εντύπωση που μας δίνει, είναι ένα γκρίζο πουλί, με μεγάλο άνοιγμα φτερούγων, και αργό σταθερό πέταγμα. Σε στάση θα δούμε τα ψηλά του πόδια και, κάποιες φορές, το μακρύ του λαιμό που συχνά κρατά διπλωμένο στο στήθος του όταν αναπαύεται. Ο λαιμός και το κάτω μέρος του είναι άσπρο με μαύρες ή γκρίζες γραμμές και τα ενήλικα άτομα έχουν ξεκάθαρη μαύρη ταινία που ξεκινά από το μάτι μέχρι το πίσω μέρος του κεφαλιού και για την περίοδο αναπαραγωγής εκεί φυτρώνουν μακριά μαύρα φτερά. Τα αρσενικά και θηλυκά άτομα παρουσιάζουν όμοια χαρακτηριστικά.
Παρατηρείται καθ'ολη τη διάρκεια του έτους στη Λέσβο, όμως δεν είναι τα ίδια άτομα αλλά αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές. Μπορούμε να τον δούμε σε κάθε υγρότοπο, από τους μεγάλους του Κόλπου Καλλονής και Γέρας μέχρι κάθε μικρή εκβολή και κοίτη ποταμού κ.ά. σε παραθαλάσσια ή εσωτερική υγροτοπική θέση.
Οι τσικνίαδες ή αλλιώς ερωδιοί τρέφονται με ψάρια από 10-25 εκ., καρκινοειδή (καβούρια), αμφίβια, ερπετά (νερόφιδα και νεαρές νεροχελώνες), μικρά θηλαστικά, μεγάλα υδρόβια έντομα και υδρόβια πουλιά. Επίσης, σε μικρότερη έκταση φυτικό υλικό και ψοφίμια. Κάποιες φορές μπορούν να κλέβουν τη λεία από άλλα υδρόβια πουλιά όπως βουτηχτάρες, γλάρους, κορμοράνους κ.ά. Κυνηγούν μοναχικά και μόνο όπου η λεία είναι άφθονη παρατηρούνται να τρέφονται αρκετοί μαζί- όπως συμβαίνει συχνά στην Αλυκή Καλλονής!
Αργυροτσικνιάς
Ardea alba
Επιβλητικό πουλί με ψηλά πόδια και ιδιαίτερα μακρύ λαιμό, ολόλευκο. Έχει κίτρινο ράμφος που όμως πριν την αναπαραγωγική περίοδο αποκτά ολόμαυρο χρώμα. Όπως όλοι οι ερωδιοί, όταν πετάει, μαζεύει τον μακρύ λαιμό του στην πλάτη του, έχοντας τεντωμένα πίσω τα μακριά του πόδια. Χαρακτηριστική είναι και η τραχιά φωνή που αφήνει όταν απομακρύνεται ενοχλούμενο από την ανθρώπινη παρουσία.
Ο Αργυροτσικνιάς εξαπλώνεται παντού. Αναπαραγωγικές αποικίες του Αργυροτσικνιά υπάρχουν σε μεγάλους υγρότοπους της Βόρειας Ελλάδας και στην Ευρώπη εμφανίζει τις τελευταίες δεκαετίες τάση διεύρυνσης της εξάπλωσής του βορειότερα. Στο νησί μας παρατηρείται όλο το χρόνο όμως σε μεγάλους αριθμούς το φθινόπωρο και την άνοιξη όταν διέρχεται κατά τη μετανάστευση και τότε μπορεί να παρατηρηθούν μέχρι και 150-200 άτομα στους υγροτόπους του βόρειου τμήματος του Κόλπου Καλλονής. Μεγαλύτερη πυκνότητα, βέβαια, παρουσιάζει στην Αλυκή Καλλονής, όπου οι πληθυσμοί των ψαριών, ιδιαίτερα το φθινόπωρο, είναι πολύ μεγάλοι.
Ανήκει στους "υπομονετικούς" ερωδιούς: περιμένει ακίνητος για πολύ ώρα ή περπατά αργά μέχρι να πιάσει την λεία του. Τρέφεται από ψάρια, ερπετά και μικρά τρωκτικά. Για το ζευγάρωμα του μεγαλώνουν μακριά λεπτά φτερά στους ώμους και το στήθος και μεταμορφώνεται σε δαντελωτή οπτασία. Τα άτομα που παραμένουν στο νησί μας το χειμώνα είναι πολύ λιγότερα και πολύ συχνά τα παρατηρούμε τότε σε αγροτικές εκτάσεις κοντά ή μακριά από υγροτόπους, για την κατανάλωση μικρών τρωκτικών που υπάρχουν εκεί.
Πευκοτσοπανάκος
Sitta krueperi
Μικρόσωμο πουλί με σχετικά με το σώμα του μακρύ ράμφος και κοντά ισχυρά πόδια. Το αρσενικό ξεχωρίζει από το θηλυκό από το μεγαλύτερης έκτασης μαύρο στην κορυφή του κεφαλιού και καφε-κόκκινο στο στήθος. Θα τον δούμε να «περπατά» στους κορμούς και ανάμεσα στα κλαδιά των πεύκων και να ψαχουλεύει με το σχετικά μακρύ ράμφος του τα ανοιχτά κουκουνάρια, και πολύ σπάνια στο έδαφος. Όταν πετά θυμίζει μικρό πύραυλο και διανύει γενικά μικρές αποστάσεις πετώντας.
Εμφανίζεται μόνο σε λίγες περιοχές στον κόσμο: την Τουρκία, τη Γεωργία, λίγο στη ΝΔ Ρωσία και από Ευρώπη μόνο στη Λέσβο! Ζει σε δάση κωνοφόρων κατά κύριο λόγο Τραχείας Πεύκης.Πολύ γνωστή περιοχή για να παρατηρηθεί είναι λίγο πριν την Αρχαία Πύρρα στο δάσος του Βούβαρη, αλλά υπάρχει σε όλη την έκταση του κεντρικού πευκοδάσους σε περιοχές όπου τα δέντρα είναι ώριμα.
Τρέφεταιμε έντομα και αράχνες που βρίσκει στον κορμό και κλαδιά των πεύκων και με κουκουνάρια. Το καλοκαίρι παίρνει τα κουκουνάρια από τους κώνους του πεύκου και τα τοποθετεί σε σχισμές στον κορμό συγκεκριμένων δέντρων, ώστε να μπορεί να τα ξαναβρεί αργότερα όταν κάνει κρύο και θα είναι δύσκολο να βρει πεσμένα κουκουνάρια στην επιφάνεια του εδάφους. Φωλιάζεισε μικρές κοιλότητες στους κορμούς νεκρών πεύκων ή σπανιότερα σε νεκρωμένα κλαδιά στις οποίες τοποθετεί φλούδες κορμού πεύκου και κουκουναριών αλλά στο τέλος επενδύει με μαλακά υλικά (βρύα, φυτικές ίνες, μαλλί). Γεννά μια φορά κάθε άνοιξη
Είναι το λιγότερο γνωστό από τους ντόπιους αλλά το πλέον περιζήτητο πουλί του νησιού μας- ένας από τους βασικούς πουλιά-στόχους για τον οποίο έρχονται οι ξένοι παρατηρητές στη Λέσβο!
Φρυγανοτσίχλονο
Emberiza caesia
Στήθος και κοιλιά στο χρώμα της σκουριάς και πλάτη καφέ με μαύρα στίγματα. Το κεφάλι και μαζί η τραχηλιά (ζώνη στο λαιμό) στο αρσενικό είναι καθαρά σταχτόχρωμη ενώ στο θηλυκό λιγότερο έντονα σταχτόχρωμη με αχνά μαύρα στίγματα στο στήθος. Οφθαλμικός δακτύλιος λευκός. Ράμφος και πόδια ροδόχρωμα. Τα νεαρά δεν έχουν καθόλου γκρι απόχρωση στο κεφάλι ούτε έντονο πορτοκαλί κάτω μέρος αλλά λεπτά μαύρα στίγματα στο στήθος και την κοιλιά.
Το φρυγανοτσίχλωνο απαντάται σε πετρώδεις εκτάσεις με χαμηλή θαμνώδη βλάστηση (μακκία, φρύγανα) με ανοίγματα. Η Δυτική Λέσβος είναι μια από τις πιο πλούσιες σε Φρυγανοτσίχλονα περιοχές της Ελλάδας. Επίσης σε κατάλληλες εκτάσεις σε ξέφωτα δάσους ή πλαγιές σε ανοιχτούς ελαιώνες και σε όλη την έκταση της Β και Α Λέσβου σε κατάλληλης δομής μακκία βλάστηση (θαμνώνες).
Τρέφεταιμε μια ποικιλία από σπόρους από πόες, μικρά ασπόνδυλα και μυρμήγκια αναζητώντας τη λεία του αποκλειστικά στο έδαφος. Φωλιάζει στο έδαφος σε μια κούπα από χορταράκια και ρίζες που κατασκευάζει το θηλυκό, 4-5 αυγά που κλωσσά 12-14 μέρες. Ξεκινά την αναπαραγωγή του από τα μέσα Απριλίου και μετά την επιτυχημένη ανατροφή των νεοσσών της πρώτης γέννας, συχνά, προχωρά και σε δεύτερη μέσα στον ίδιο χρόνο. Από τα μέλη της οικογένειάς του (Τσιχλόνια) είναι αυτό που περνά τον περισσότερο χρόνο στο έδαφος. Κελαηδά από υπερψωμένα σημεία όπως βράχους και κορυφές θάμνων ή δέντρων.
Ψαθοποταμίδα
Acrocephalus melanopogon
Ένα μικρό καφέ πουλί με πολύ χαρακτηριστικά σχέδια στο κεφάλι. Μαυροκαφέ κορόνα, λευκωπή ταινία πάνω από το μάτι και στο πηγούνι και μαυροκεφέ ταινία στο μάτι και τα μάγουλα. Το πάνω μέρος του σώματός τους είναι ζεστό καφέ με μαύρα στίγματα στη ράχη και επίσης στην φτερούγα και την ουρά έχει σκούφα καφέ φτερά. Το κάτω μέρος είναι λευκωπό με μπεζ-καφέ πλευρά και στήθος. Μαυρό ράμφος και πόδια. Φύλα όμοια.
Εμφανίζεται, σε μια κατανομή που δεν είναι συνεχής, στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη, ΒΔ Αφρική και ανατολικά μέσω της Μέσης Ανατολής μέχρι τη δυτική Ινδία και το Καζακστάν. Πουλί των υγροτόπων γλυκού και υφάλμυρου νερού θα το δούμε γύρω από λίμνες, έλη, ποτάμια όπου απαιτεί ελεύθερη επιφάνεια νερού και κατάλληλη βλάστηση. Στη Λέσβο καταγράφεται σε σημαντικό πληθυσμό κατά τη διάρκεια του Χειμώνα, ενώ νωρίς τότε φαίνεται να διέρχονται και άτομα με προορισμό νοτιότερες περιοχές (μέχρι την Κρήτη) στον καλαμιώνα του Έλους Ντίπι-Λάρσος, στον Κόλπο της Γέρας, αλλά και μικρότερους υγρότοπους σε όλο το νησί (Σκάλα Ερεσσού, Μέσσα, Τσικνιάς κ.ά.).
Το όνομά του (melanopogon), σημαίνει αυτός που έχει μαύρη γενειάδα και σαφώς αποτυπώνει τα έντονα σχέδια στο κεφάλι του. Τρέφεταικυρίως με μικρά ασπόνδυλα (σκαθάρια, ημίπτερα, αράχνες κλπ) που συλλέγει από τη βλάστηση ή και από την επιφάνεια του νερού (καθώς κρατιέται πάνω σε κάποιο υγροτοπικό φυτό). Αναπαράγεται μόνο στη Κεντρική Ευρώπη. Έχει πολύ έντονο κάλεσμα και τραγούδι που προδίδουν την παρουσία του, παρότι είναι δύσκολο να εντοπιστεί μέσα στη βλάστηση όπου παραμένει προσεκτικά κρυμμένο.Ένα από τα πολύ σημαντικά είδη πουλιών που εμφανίζονται στην προστατευόμενη περιοχή του Κόλπου Γέρας και είδος χαρακτηρισμού για την ΖΕΠ εκεί.
Δέντρα
Τραχεία πεύκη
Pinus brutia
Η τραχεία Πεύκη είναι ένα είδος κωνοφόρου δέντρου, ύψους έως και 30 μέτρων. Φύεται σε υψόμετρο έως και τα 1300 μ. Οι ρίζες του δέντρου φτάνουν αρκετά μέτρα κάτω από το έδαφος. Ο κορμός του δέντρου μοιάζει να ξεφλουδίζεται, έχει αδρή υφή και πορφυρό κεραμιδί χρώμα, και από αυτό εκλύεται η ρητίνη. Ο κορμός έχει μεγαλύτερη διάμετρο προς την βάση και μειώνεται προς την κορυφή. Διακλαδίζεται σε μεγάλα παχιά κλαδιά καφέ χρώματος που σχηματίζουν μαζί με τα φύλλα την κόμη του δέντρου. Τα φύλλα του έχουν σχήμα βελόνας και βρίσκονται κολλημένα πάνω στα κλαδιά πάντα ανα δύο. Αυτά πέφτουν σταδιακά, και έτσι το δέντρο διαθέτει όλο το χρόνο την φυλλωσιά του. Η αναγνώριση του είδους γίνεται από τα φύλλα του, διότι αυτά έχουν πολύ μικρά οδοντωτά περιγράμματα τα οποία δημιουργούν την τραχιά υφή, από όπου πήρε και την ιδιαίτερη ονομασία του. Τα άνθη του εμφανίζονται τους ανοιξιάτικους μήνες και μοιάζουν με κίτρινα (αρσενικά) και πορτοκαλί-κόκκινα (θηλυκά) τσαμπιά από μικροσκοπικά άνθη. Οι καρποί του είναι ξύλινοι κώνοι σε σχήμα αυγού με μυτερή κορυφή. Αποτελούνται από πολλά καφέ λέπια, που στο εσωτερικό τους βρίσκονται τα σπέρματα με ένα μεμβρανώδες πτερύγιο, για να εξαπλώνονται με τον άνεμο.
Η τραχεία Πεύκη εξαπλώνεται στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Στην χώρα μας συναντάται σε όλες τις φυτογεωγραφικές της περιοχές εκτός της Βόρειας Πίνδου.
Στην Λέσβο αποτελεί το επικρατέστερο δάσος και κατανέμεται κυρίως στο Κεντρικό και Νότιο τμήμα του ειδικότερα στην Χερσόνησο της Αμαλής, στην περιοχή μεταξύ του Αμπελικού και της Αχλαδερής, και στα ορεινά των Παρακοίλων.
Η Πεύκη και ειδικότερα η ρητίνη της αποτελούσαν τα παλαιότερα χρόνια αλλά και στις μέρες μας ένα φυσικό φάρμακο. Η ρητίνη βοηθάει στη επούλωση τραυμάτων, σε αναπνευστικές λοιμώξεις, είναι αιμοστατικό, αντιμικροβιακό και κατάπλασμα, δρα έναντι της ψωρίασης, ενώ παράλληλα καταπολέμα ασθένειες του ουροποιητικού συστήματος, την βρογχίτιδα, την ακμή και την φλεγμονή των ούλων. Η ρητίνη από την αρχαιότητα χρησιμοποιείτε για την παρασκευή του ποτού ρετσίνα.
M αύρη Πεύκη
Pinusnigra
Η μαύρη Πεύκη αποτελεί ένα ψηλό κωνοφόρο δέντρο, με το ύψος του να φτάνει έως και τα 45 μέτρα. Φύεται σε υψόμετρο στα 400-1800 μ. Χαρακτηριστικός είναι ο κορμός της με τον γκρι- μαύρο ξεφλουδισμένο φλοιό, ο φλοιός την είναι γυαλιστερός και έχει έντονες σχισμές. Ο κορμός της είναι σχετικά λεπτός σε σχέση με την τραχεία Πεύκη, και συνήθως ευθυτενής και σε ώριμη ηλικία. Τα κλαδιά της βρίσκονται αρκετά ψηλά και η κόμη τους μοιάζει με ομπρέλα. Τα φύλλα της μοιάζουν με χοντρές και μακριές βελόνες σκούρου πράσινου χρώματος, με τραχεία δομή, και τα οποία δεν λυγίζουν εύκολα. Τα φύλλα τον πρώτο χρόνο είναι μονά, και διπλά τα επόμενα 3-5 έτη ζωής τους. Τα μικροσκοπικά άνθη σχηματίζουν κίτρινα και κοκκινωπά τσαμπιά τα οποία είναι εμφανή από τον Απρίλιο έως και τον Ιούνιο. Οι καρποί της είναι ξυλώδεις κώνοι, τα γνωστά κουκουνάρια, με τα λέπια τους να είναι κιτρινωπά και να έχουν σχήμα ρόμβου, όπου στο μέσον αυτού υπάρχει μία δομή σαν παχιά κυρτή ακίδα.
Αποτελεί ένα Μεσογειακό είδος. Στην χώρα μας απαντάται σχεδόν σε όλα τα γεωγραφικά της διαμερίσματα, εκτός από την Ανατολική Κεντρική Ελλάδα, τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Στην Λέσβο μπορούμε να την αναζητήσουμε στα Χίδηρα. Στο Όρος Προφήτης Ηλίας και στο Δάσος μεταξύ Αγιάσου και Μεγαλοχωρίου.
Castaneasativa
Η Καστανιά η κοινή αποτελεί ένα φυλλοβόλο δέντρο, φτάνοντας σε ύψος τα 20-25 μέτρα και φύεται ή καλλιεργείται σε υψόμετρα γύρω στα 250-900 μέτρα. Ο κορμός της είναι γερός και ευθύς, με τα κλαδιά και τα φύλλα να δημιουργούν σφαιρική κόμη. Ο φλοιός στην πλήρη αναπτυγμένη μορφή του δέντρου ξεφλουδίζεται. Τα φύλλα της είναι μεγάλα-πλατιά με ωοειδή μορφή, κορυφή σχήματος λόγχης, ανοιχτού πράσινου χρώματος και με μεγάλα τριγωνικά περιγράμματα, τα φύλλα εκφύονται ανά δύο το ένα απέναντι από το άλλο. Τα άνθη της καστανιάς διαθέτουν στην ίδια ομάδα- τσαμπί τόσο τα θηλυκά και αρσενικά άτομα. Οι καρποί της είναι τα γνωστά κάστανα τα οποία όμως αρχικά είναι κλεισμένα σε ένα πράσινο κύπελλο με μακριές μυτερές άκανθες. Μέσα σε ένα τέτοιο κύπελο μπορεί να βρίσκονται μαζί 2-3 κάστανα, τα οποία απελευθερώνονται όταν το κύπελο ωριμάσει και ανοίξει στα 4.
Αποτελεί ένα από τα είδη της Ευρωπαϊκής χλωρίδας. Στη χώρα μας εξαπλώνεται σχεδόν παντού. Στην Λέσβο είναι πολύ γνωστή η παρουσία της από τους πρόποδες του Ολύμπου στο καστανοδάσος Νοτιοανατολικά της Αγιάσου, μεταξύ Σκόπελου - Καρυώνα και από μία τοποθεσία κοντά στα Παράκοιλα.
Είναι σε όλους μας γνωστό ότι η καστανιά πρόκειται για ένα εδώδιμο είδος, χάρη στους γευστικούς καρπούς της. Εκτός από τροφή είναι και φάρμακο, καθώς δρα ως στυπτικό, αντιδιαρροικό, αντιφλεγμονώδες, αποχρεμπτικό και αντιπυρετικό.
Βαλανιδιάημακρόλεπη
Quercus ithaburensis subsp. Macrolepis
Η Δρύς η μακρόλεπη αποτελεί ένα είδος φυλλοβόλας βαλανιδιάς, με ύψος που φτάνει τα 15-25 μέτρα. Φύεται κυρίως σε πεδινές εκτάσεις σε υψόμετρο κάτω από τα 500 μ. Ο κορμός της είναι ίσιος μα σχετικά μεγάλη διάμετρο. O φλοιός της είναι αδρός γκρι- καφέ χρώματος, διαθέτει πολλές μικρές οριζόντιες και κάθετες σχισμές. Τα νεαρά κλαδιά του είναι γκριζωπράσινα και φέρουν ένα απαλό τρίχωμα. Τα πράσινα φύλλα της έχουν υφή δέρματος χάρη στον πυκνό-κοντό τρίχωμα, έχουν οβάλ σχήμα και τα περιγράμματά τους διαθέτουν αρκετούς στρογγυλούς λοβούς με μία μικρή ακίδα στην κορυφή του κάθε ένα. Τα μικροσκοπικά άνθη εμφανίζονται τον Απρίλιο - Μάιο και σχηματίζουν ομάδες οι οποίες θυμίζουν μακρόστενα τσαμπιά. Τα θηλυκά και τα αρσενικά άνθη βρίσκονται σε διαφορετικές ομάδες. Ο καρπός είναι βελανίδι με το κύπελο, που περιβάλει το μεγαλύτερο τμήμα αυτού, να διαθέτει μακριά χνουδωτά λέπια, από τα οποία έχει πάρει και την συγκεκριμένη ονομασία του. Το βελανίδι έχει μεγάλο μέγεθος (4 εκατοστά) είναι λείο, με ανοιχτό καφέ χρώμα.
Το συγκεκριμένο είδος Βαλανιδιάς εξαπλώνεται μόνο στην Μεσόγειο και στην Κεντρική Ευρώπη, ενώ αναφορές υπάρχουν και από την Καλιφόρνια. Η Μακρόλεπη Βαλανιδιά εξαπλώνεται σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας.Τα δάση της φυλλοβόλας Βαλανιδιάς εκτείνονται κυρίως στο δυτικό τμήμα της Λέσβου σε ηφαιστειακά πετρώματα.
Πουρνάρι
Quercuscoccifera
Το πουρνάρι αποτελεί ένα είδος άγριας βαλανιδιάς. Φύεται σε υψόμετρο από το επίπεδο της θάλασσας έως και τα 900 μέτρα. Σε ύψος το δέντρο φτάνει τα 10-20 μέτρα. Ο κορμός του είναι σταχτής με λείο φλοιό σε νεαρή ηλικία, ενώ όταν αναπτύσσεται σε μέγεθος ο φλοιός του γίνεται αδρός και πιο σκούρος. Ο κορμός δεν είναι ευθύς αλλά κυρτός και ελαφρώς γωνιώδης. Η κώμη του δέντρου είναι συνήθως σφαιρική. Τα φύλλα του πουρναριού είναι σκληρά και δύσκαμπτά, έχουν λεία υφή, με την πάνω πλευρά τους να είναι πιο σκουρόχρωμη σε σχέση με την κάτω. Τα περιγράμματα του φύλλου είναι ελαφρώς τριγωνικά με ακιδωτές μυτερές κορυφές. Λόγω ότι τα φύλλα του είναι σκληρά και δεν πέφτουν ενιαία από την κόμη αλλά σταδιακά , έχοντας καθ’ όλη την διάρκεια του έτους φυλλωσιά, το είδος χαρακτηρίζεται ως αείφυλλο σκληρόφυλλο. Τα άνθη φύονται σε ομάδες, και είναι αραιά μεταξύ τους, η ομάδα αυτή μοιάζει με καφέ κίτρινο τσαμπί από μικροσκοπικά άνθη. Η άνθιση πραγματοποιείται από τον Απρίλιο έως και τον Μάιο. Ο καρπός τους είναι βελανίδι, με το κύπελο να διαθέτει μικρά πράσινα τριγωνικά λέπια με ακιδωτές κορυφές, ενώ το υπόλοιπο κύριο μέρος του καρπού περιβάλλεται από ένα λείο και σκληρό καφέ περίβλημα με μακρόστενη ωοειδή μορφή και ακιδωτή κορυφή.
Βαφική Δρύς
Quercusinfectoria
Η Βαφική Δρύς αποτελεί ένα ημιφυλλοβόλο δέντρο, είδος βελανιδιάς, ύψους 6-25 μέτρων. Φύεται σε υψόμετρο μέχρι και τα 600 μέτρα. Ο κορμός της είναι καφέ -γκριζωπός, διαθέτοντας αρκετές κάθετες και οριζόντιες σχισμές, που δημιουργούν ανώμαλα τετράγωνα πάνω στον φλοιό. Ο κορμός συνήθως διακλαδίζεται σε μεγάλα και παχιά κλαδιά, τα οποία μαζί με το φύλλωμα δημιουργούν μια ανώμαλη κόμη. Τα φύλλα του έχουν ωοειδή μορφή με τριγωνικά άνισα περιγράμματα του πράσινου φύλλου. Το συγκεκριμένο είδος βελανιδιάς ρίχνει ένα μέρος των φύλλων του την ίδια εποχή, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως ημι-αειθαλές. Τα άνθη της βελανιδιάς κρέμονται σε τσαμπιά, έχουν πολύ μικρό μέγεθος και ως προς το χρώμα είναι καφέ-πράσινα. Οι καρποί του είναι τύπου βελανιδιού με το κύπελο να έχει μαλακά γκρι-καφέ λέπια τα οποία είναι καταλαμβάνου μόνο την βάση του μακρόστενου εσωτερικού καρπού, ο οποίος είναι πράσινος-κίτρινος με μακρόστενη δομή και με μία γκρι ακίδα στην κορυφή του. Στην αναγνώριση του είδους βοηθάει η μόλυνση των κλαδιών από έντομα που δημιουργούν μεγάλες σκληρές κόκκινες μπάλες με λεία τοιχώματα.
Πλάτανος ο ανατολικός
Platanusorientalis
Ο πλάτανος ο ανατολίτικος αποτελεί ένα αιωνόβιο πλατύφυλλο φυλλοβόλο δέντρο με ύψος 25-30 μέτρων. Τα πλατάνια φύονται κατά μήκος των ποταμών και σε υψόμετρο έως 1500 μ., μιας και χρειάζονται αρκετό νερό για την ανάπτυξη τους το οποίο μπορούν να αντλούν χάρη στις μεγάλες και βαθιές ρίζες τους. Η κώμη του είναι αρκετά πλατιά και σχεδόν σφαιρική. Τα φύλλα του πέφτουν το φθινόπωρο γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως φυλλοβόλο, ενώ η μεγάλη διάρκεια ζωής (500 χρόνια) του ευθύνεται για τον χαρακτηρισμό αιωνόβιο. Ο κορμός του έχει αρκετά μεγάλη διάμετρο, με τον φλοιό να ξεφλουδίζεται και να έχει καστανό -γκρι χρωματισμό σε μεγάλη ηλικία, ενώ σε νεαρά κλαδιά το χρώμα είναι γκριζοπράσινο. Τα φύλλα του είναι αρκετά πλατιά και μοιάζουν με παλάμη, μιας και διαθέτουν 5-7 μεγάλους μακρόστενους λοβούς, οι οποίοι διαθέτουν τριγωνικά περιγράμματα. Ως προς το χρώμα είναι σκούρα πράσινα, ενώ είναι τραχιά ως προς την δομή, καθώς διαθέτουν ένα λευκό χνούδι. Τα άνθη σχηματίζουν χαρακτηριστικές σφαιρικές ομάδες, τα οποία μετατρέπονται σε καρπούς με πολυάριθμα σπέρματα στην ίδια σφαιρική δομή.
Ελιά
Oleaeuropaea
Η Ελιά αποτελεί ένα καρποφόρο αειθαλές σκληρόφυλλο δέντρο, φτάνοντας έως και τα 20 μέτρα σε ύψος. Φύεται από το επίπεδο της θάλασσας έως και τα 100 μέτρα σε ορισμένες ποικιλίες της. Ο κορμός της ελιάς είναι λείος στα νεαρά άτομα και ξεφλουδισμένος στα ανεπτυγμένα, με σκληρά και αδρά καφέ–γκρι κομμάτια σκληρού φλοιού. Σε μικρή ηλικία είναι ευθυτενής, ενώ σε πλήρη ανάπτυξη ποικίλει ως προς την κατεύθυνσή του, είτε κρατώντας την αρχική του μορφή, είτε είναι κυρτός, με άλλοτε μικρές και άλλοτε μεγάλες γωνίες, και άλλοτε μπορεί να έχει ελικώδη μορφή. Τα φύλλα της ελιάς είναι μακρόστενα ωοειδή με μυτερή συνήθως κορυφή. Ως προς την υφή τους είναι λεία στην επάνω επιφάνεια τους και στην κάτω είναι ελαφρώς αδρά χάρη στις ιδιαίτερα μικροσκοπικές κρυσταλλικές τρίχες της. Ως προς το χρώμα η πάνω επιφάνεια είναι σκούρα πράσινη, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι λαχανί-λευκή λόγω της παρουσία των παραπάνω τριχών. Το φύλλα της ελιάς ανανεώνονται όλο τον χρόνο, έτσι το δέντρο έχει συνεχώς καθ’ όλη την διάρκεια του έτους φύλλωμα γι’ αυτό χαρακτηρίζεται και ως αειθαλές. Τα άνθη της ελιάς είναι λευκά–κιτρινωπά και διαθέτουν 4-8 πέταλα. Μερικά από τα άνθη θα καταφέρουν να μετατραπούν σε καρπό. Ο καρπός της ελιάς αποτελείται στο εσωτερικό από ένα σκληρό κουκούτσι (πυρήνα), το οποίο περιβάλλεται από ένα μαλακό στρώμα λευκό-πράσινο πριν την ωρίμανση και ιώδες είτε καφέ-μελανό μετά την ωρίμαση το οποίο αποτελεί την σάρκα του καρπού και το εξωτερικό γυαλιστερό περίβλημα το οποίο είναι είτε πράσινο είτε μωβ ανάλογα με την ωρίμαση του καρπού.
ΑΝΘΟΦΟΡΑ ΦΥΤΑ
Κίτρινο ροδόδεντρο ή Αγούδουρας
Rhododendronluteum
Μοναδικό κόσμημα για την χλωρίδα της Λέσβου. Το κίτρινο ροδόδεντρό ή κίτρινη αζαλέα είναι πολυετής φυλλοβόλος θάμνος με ύψος έως και 4 μέτρα και φύεται σε υψόμετρο άνω των 300 μέτρων. Χαρακτηριστικά είναι τα χρυσαφένια μεγάλα άνθη του με 6 πέταλα και τους μακριούς λευκούς στήμονες και κίτρινους- πορτοκαλί ανθήρες. Διαθέτει λαμπερά λογχοειδή φύλλα που εκφύονται σε ομάδες των 5-7 πάνω στα καστανά κλαδιά του.
Αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα είδη της Λεσβιακής χλωρίδας, χάρη στην σημαντική εξάπλωση του, καθώς από ολόκληρη την Ελλάδα απαντάται μόνο στην Λέσβο, αποτελώντας τα δυτικότερα όρια εξάπλωσης του είδους στην Ευρώπη, με την κύρια εξάπλωση του να βρίσκεται ανατολικά στην Τουρκιά, την Αρμενία και την Γεωργία. Φύεται σε ηφαιστειογενή πετρώματα, και αρκετά όξινα εδάφη, στις όχθες ρευμάτων και μέσα στο πευκοδάσος της Τραχείας Πεύκης, τα Χίδηρα, τα Παράκοιλα και τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία.
Διακρίνεται για τη δηλητηριώδη δράση του, από την οποία προέρχεται και η κοινή ονομασία του Αγούδουρας. Γι’ αυτό τον λόγο ήταν ανεπιθύμητο από τους ντόπιους μιας και δηλητηρίαζε τα ζώα, ενώ το μέλι που παραγόταν από αυτό ήταν τοξικό.
Άλυσο το Λεσβιακό
Alyssumlesbiacum/Odontarrhenalesbiaca
Το άλυσο το Λεσβιακό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα φυτά του νησιού μας. Τα μικροσκοπικά άνθη του έχουν ένα χρυσαφένιο χρώμα. Τα άνθη φέρουν μικρούς μίσχους ίδιου χρώματος και όλα μαζί δομούν ομπρελοειδούς σχηματισμούς επάκρια των πράσινών -γκρι βλαστών. Τόσο τα φύλλα όσο και οι βλαστοί χαρακτηρίζονται από γκριζωπά μικρά σφαιρίδια, σημάδια της υπερσυσσώρευσης Νικελίου, το οποίο απαντάται στα σερπεντινικά εδάφη, αντικατοπτρίζοντας την συγκέντρωση του μετάλλου στο έδαφος.
Η παρουσία του συνδέεται στενά με τα πράσινα οφιολιθικά πετρώματα που συναντώνται στην περιοχή του κεντρικού πευκοδάσους της Λέσβου, γύρω από τον ορεινό όγκο του Ολύμπου, στην περιοχή από τον Πολιχνίτο και το Αμπελικό μέχρι την Πηγή, στο πευκοδάσος της χερσονήσου της Αμαλής. Μπορεί να συναντηθεί σε γειτονικούς ελαιώνες.
Είναι ένα από τα λιγοστά ενδημικά φυτά της Λέσβου, δηλαδή ένα είδος που συναντάται μόνο στην Λέσβο και πουθενά αλλού στον κόσμο, και για αυτό προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία με το προεδρικό διάταγμα 67/81. Το Νικέλιο αποτελεί φυσιολογικά θρεπτικό συστατικό των φυτών και το άλυσο της Λέσβου έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει στους ιστούς του έως και 100 φορές περισσότερο Ni. Η ιδιότητα του αυτή αποτελεί και τον αμυντικό μηχανισμό του είδους να καταπολεμά τους εχθρούς του, όπως είναι τα έντομα, τα φυτοφάγα και τους παθογόνους μικροοργανισμούς. Η παρουσία του αποτελεί ένα δείκτη της στενής σχέσης της χλωρίδας με τα εδάφη και τα πετρώματα, την εξάρτηση της βιοποικιλότητας με τη γεωποικιλότητα.
Φέρουλα η κοινή
Ferulacommunis
Η Φέρουλα αποτελεί ένα πολύ κοινό είδος για την Λέσβο. Αποτελεί πολυετή πόα με τους βλαστούς της να φτάνουν έως και τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του περιβάλλουν στο κατώτερο τμήμα του βλαστού, ενώ ανώτερα είναι έντονα πτεροειδή με κυλινδρικά λεπτά φυλλάρια. Στο ανώτερο τμήμα των βλαστών βρίσκονται οι σύνθετες ομάδες λουλουδιών σαν ομπρέλες (σκιάδια). Τα 20-40 άνθη κάθε μικρού σκιαδίου αποτελούνται από κίτρινα πέταλα και πολυάριθμους κίτρινους στήμονες.
Ανήκει στην Μεσογειακή χλωρίδα, καθώς απαντάται μόνο στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, αποτελώντας ένα είδος με ελάχιστες εμφανίσεις στην χώρα μας.
Στην Λέσβο: απαντάται μέσα σε ελαιώνες, αγρούς φρύγανα και δίπλα στους δρόμους στολίζοντας τους με τα κίτρινα άνθη τους.
Πηγουνιά - Παιώνια
Paeoniamascula
Η πανέμορφη Παιώνια, αποτελεί πολυετή πόα ή θάμνο που φτάνει τα 80 εκατοστά. Οι βλαστοί της είναι όρθιοι και ελαφρώς ξυλώδεις. Τα μεγάλα φύλλα της είναι ωοειδή – λογχοειδή. Τα άνθη της, είναι ερυθρά-ροζ ή μερικώς λευκά και έχουν διάμετρο 8-14 εκατοστά. Μοιάζουν με άγρια τριαντάφυλλα που στο εσωτερικό περικλείουν κίτρινους ανθήρες, σαν θαλάσσια ανεμώνη. Οι μελανοί – μπλε και κόκκινοι σφαιρικοί καρποί της εγκλείονται μέσα σε ρομβοειδής – τετραμερής κάψουλες. Ανθοφορεί τον Μάιο.
ΗΠαιώνια αποτελεί είδος της Μεσογείου και την Νοτιοδυτικής Ασίας. Στην χώρα μας απαντάται μόνο στην Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η παρουσία της στην Λέσβο είναι σημαντική. Μπορούμε να την συναντήσουμε τόσο στο Ανατολικό όσο και στο Δυτικό τμήμα του νησιού, συγκεκριμένα σε ασβεστολιθικές θέσεις στο όρος του Ολύμπου και στο Πετροβούνι σε Δάση Καστανιάς, όσο και σε πετρώδεις θέσεις στο Όρος του Προφήτη Ηλία και στην Άγρα σε φρύγανα και θάμνους, και σκιερές θέσεις άνω των 500 μέτρων, όπου αποτελούν τα κατεξοχήν ενδιαιτήματα της.
Η παιώνια θεωρείται ως τριαντάφυλλο του βουνού, ενώ κατά τον γεωγράφο Παυσανία είναι η «βασίλισσα των βοτάνων». Είναι από τα αρχαιότερα και τα ωραιότερα αγριολούλουδα που συναντάται στην ελληνική και Μεσογειακή ύπαιθρο. Σύμφωνα με την μυθολογία οι φαρμακευτικές ιδιότητες της ρίζας της, χρησιμοποιήθηκαν ως φάρμακο από τον ιατρό των Θεών Παιώνα, που του δώρισαν το φυτό, και το οποίο χρησιμοποίησε στις πληγές του Πλούτωνα. Πολλαπλές είναι οι αναφορές γι’ αυτήν, από τον Πλίνιο, τον Διοσκουρίδη, τον Όμηρο, μέχρι και τον Θεόφραστο. Λειτουργεί ως τονωτικό, ενώ συνάμα καταπολεμάει τον βήχα όταν παρασκευάζουμε αφέψημα από τα πέταλου του άνθους.
Καμπανούλα
Fritillaria theophrasti
Η Καμπανούλα αποτελεί ένα σημαντικό είδος για την χλωρίδα της Λέσβου. Είναι πολυετή πόα, η οποία δύσκολα ξεπερνά τα 40 εκατοστά. Τα λιγοστά φύλλα της είναι γραμμικά και εναλλάσσονται αραιά πάνω στον βλαστό. Κάτω από το άνθος, υπάρχουν πάντα τρία λεπτά μικρά φύλλα. Το άνθος είναι συνήθως μονήρες, και αποτελείται από πράσινα πέταλα, όπου και στις δύο άκρες του είναι καφέ – ερυθρά, συγκλίνουν μεταξύ τους σχηματίζοντας μια δομή παρόμοια με τις καμπάνες, γι’ αυτό και οι ντόπιοι την αποκαλούν «καμπανούλα». Ο καρπός είναι μια τριμερής κάψουλα με πτέρυγες. Η ανθοφορία του είδους διαρκεί από τον Μάιο μέχρι και τον Ιούνιο.
Κατανέμεται στα Βαλκάνια και στης Ανατολικές χώρες. Στην Ελλάδα υπάρχει μόνο από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και κυρίως την Λέσβο. Προτιμάει σκιερές και υγρές θέσεις. Στη Λέσβο απαντάται γεωγραφικά, από τον Όλυμπο, την Άγρα, το Αμπελικό, τη Γέρα και την Ερεσό. Φύεται κυρίως σε σκιερές θέσεις σε πευκοδάση, ελαιώνες, δάση καστανιάς, ακόμη και σε φρύγανα και θαμνώνες και σε υψομετρική διαβάθμιση των 500-800m σπανίως και χαμηλότερα.
Αποτελεί ένα από τα τρία ενδημικά φυτά της Λέσβου, και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή για την διατήρηση του είδους. Σύμφωνα με τη IUCN εντάσσεται στα κινδυνεύοντα είδη (ΕΝ) καθώς δέχεται ποικίλες απειλές όπως υποβάθμιση του βιοτόπου, υπερβόσκηση και η συλλογή τους από τον άνθρωπο. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81.Το όνομα της φριτιλλάρια έχει αποδοθεί προς τιμήν του αρχαίου φιλόσοφου Θεόφραστου (372-287 π.Χ.) λόγω της συμβολής του στην βοτανική με τα 9 βιβλία του.
Όφρυς της Λέσβου
Ophrys lesbis
Ένα μοναδικό είδος ορχιδέας για την Λέσβο. Σε ύψος φτάνει τα 15-35 εκατοστά. Τα φύλλα έχουν λογχοειδή μορφή. Ένας βλαστός μπορεί να φέρει 2-4 άνθη, με τα εξωτερικά πέταλα περίπου ενός εκατοστού είναι μακρόστενα-ωοειδή, μωβ ή λιλά, με μια πράσινη στενή λωρίδα στο κέντρο αυτών, ενώ τα εσωτερικά είναι πιο έντονα ροζ με τριγωνική- λογχοειδή μορφή και μικρότερου μεγέθους από τα προηγούμενα. Το γλωσσάριο (κεντρική δομή) είναι ωοειδές-τετράγωνο, με βελούδινη καφέ και πράσινη επιφάνεια, όπου στο κέντρο αυτού υπάρχει ένα στίγμα, το οποίο μοιάζει με πεταλούδα και έχει κίτρινα περιγράμματα.
Εξαπλώνεται μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο και συγκεκριμένα μόνο στην Λέσβο, κυρίως σε φρύγανα στο δυτικό τμήμα του νησιού.
Ιμαντόγλωσσό το κομπεριανό
Himantoglossumcomperianum
Το Ιμαντόγλωσσο το κομπεριανό είναι μία σπάνια ορχιδέα για την Λέσβο. Αποτελείται από ένα κύριο βλαστό όπου στο ανώτερο τμήμα του εκφύονται τα άνθη. Το ανώτερο πέταλο του άνθους και τα δύο πλευρικά, είναι ενωμένα και δημιουργούν μια καφέ κουκούλα, η οποία καλύπτει τις κατώτερες δομές. Το μακρύ γλωσσάριο (κεντρική δομή άνθους) είναι λευκό-ροζ και επάκρια διακλαδίζεται σε 4 λεπτά, μακριά και καφέ νημάτια σας ιμάντες εξου και η ονομασία της. Τα ωοειδή - λογχοειδή φύλλα συνήθως βρίσκονται στην βάση του βλαστού.
Η Κομπέρια κατανέμεται στην Ανατολική Μεσόγειο, και στην χώρα μας εξαπλώνεται μόνο στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, αποτελώντας τα δυτικότερα όρια εξάπλωσης της. Στην Λέσβο απαντάται μόνο από την περιοχή της Αγιάσου και συγκεκριμένα μέσα στο δάσος της τραχείας Πεύκης και το δάσος της Καστανιάς.
Αποτελεί ένα κινδυνεύουν είδος για το νησί μας και γι’ αυτό το λόγω προστατεύεται με το Προεδρικό Διάταγμα 67/81, και παράλληλα από την Σύμβαση της Βέρνης.
Σεραπιάςηανατολική
Serapias orientalisssp. orientalis
Η Σεραπιάς η ανατολική αποτελεί άλλη μία από τις πολυπληθής ορχιδέες της Λέσβου. Τα στελέχη της φτάνουν τα 30 εκατοστά. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της είναι ο κόκκινος μωβ βλαστός της και οι κόκκινη -λευκή ομάδα λουλουδιών, η οποία είναι πυκνή διαθέτοντας 2-6 άνθη. Τα εξωτερικά πέταλα είναι άνισα και ως προς την μορφή τους ωοειδή, μωβ – λευκού χρώματος, με το κεντρικό να είναι οριζόντιο. Η ερυθρή κεντρική δομή του άνθους είναι διπλάσια σε μέγεθος με δύο όρθιους στρογγυλούς λοβούς κόκκινου – μελανού χρώματος πλευρικά, ενώ ο κεντρικός λοβός είναι τριγωνικός – λογχοειδής. Η ανθοφορία τους διαρκεί από τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Μάιο.
Αποτελεί μία από τις ορχιδέες που κατανέμεται μόνο στην Μεσόγειο. Η εξάπλωσή της στην χώρα μας δεν είναι ομοιογενής, μιας και εκλείπει από τις φυτογεωγραφικές περιοχές της Βόρειας Πίνδου, της Βόρειας Κεντρικής Ελλάδας, της Στερεάς Ελλάδας, των νησιών του Ιόνιού και του Δυτικού αλλά και Βόρειου Αιγαίου Πελάγους. Στην Λέσβο συναντάται δίπλα στα μονοπάτια του Πάρκου Απολιθωμένου Δάσους.
Όφρυςη μαλλιαρή
Ophrys tenthrediniferassp.Villosa
Το Σφηγκάκι είναι άλλη μία από τις όμορφες ορχιδέες του τόπου μας. Οι βλαστοί της φτάνουν τα 45 εκατοστά, με τα βασικά φύλλα της να είναι ωοειδή – λογχοειδή. Η συνάθροιση των λουλουδιών είναι χαλαρή και μπορεί να φέρει από 3-8 άνθη. Τα μωβ ή βιολετή εξωτερικά πέταλα, μεγέθους περίπου ενός εκατοστού είναι ωοειδή και λεία. Τα εσωτερικά είναι μικρότερα σε μέγεθος τριγωνικά βελούδινα. Η κεντρική χνουδωτή δομή του άνθους είναι ωοειδής- τετράγωνη, καμπυλωμένο στις δύο πλευρές με τα περιθώρια της να διαθέτουν μια κίτρινη ζώνη από τις τρίχες, ενώ προς το εσωτερικό αυτές είναι καφέ και στο κέντρο υπάρχουν δυο επίσης κίτρινα στίγματα.
Εξαπλώνεται στις Μεσογειακές χώρες, όπως και στην δίκη μας, δεν κατανέμεται βέβαια στην Βόρεια Ελλάδα, έτσι λοιπόν απαντάται και στο νησί μας.
Το μοναδικό βρώσιμο τμήμα του φυτού είναι το ριζικό του σύστημα. Συγκαταλέγεται στην λίστα των φαρμακευτικών φυτών, καθώς λειτουργεί ως καταπραϋντικό, ενώ είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Η ονομασία της προκύπτει από το έντονο τρίχωμά της, ενώ από καλείται και ως Σφηγκάκι λόγω της ομοιότητας του με έντομο.
Κρίνος της θάλασσας
Pancratium maritimum
Ο κρίνος της θάλασσας αποτελεί κόσμημα της κάθε παραλίας, όπου απαντάται. Αποτελεί χαμηλή πόα με λευκά αρωματικά άνθη. Η στεφάνη είναι ευδιάκριτη αφού έχει μέγεθος 10-15 εκατοστών. Το άνθος δεν μοιάζει με αυτό του τυπικού κρίνου, καθώς θυμίζει λευκό κύπελο με 6 μακριά λογχοειδή πέταλα επίσης λευκού χρώματος, να εκφύονται περιμετρικά αυτού ανά διαστήματα 1-2 εκατοστών. Οι στημονές είναι αρκετά μακριοί λευκού χρώματος και εξέρχονται από την στεφάνη. Ο καρπός είναι σφαιρική-τριγωνική κάψουλα αρχικά πράσινου χρώματος και μελανού έπειτα κατά την ξήρανση. Τα φύλλα του έχουν μέγεθος 50 Χ 2 εκ. και εμφανίζονται προτού την άνθιση η οποία διαρκεί μόνο τον Ιούνιο.
Ο κρίνος αυτός συναντάται μόνο στην Ευρώπη, κυρίως στην Μεσόγειο, και την Νοτιοδυτική Ασία. Σε όλες σχεδόν τις παραλίες της χώρας μας σε μία θέση στην άμμο θα παρατηρήσουμε τα λευκά κρίνα, όπως και στης Λέσβου όπου έχει βρεθεί στην παραλία των Βατερών και στην προστατευόμενη περιοχή της Νησιώπης. Κύριο χαρακτηριστικό του ενδιαιτήματος του είναι οι αμμώδεις θέσεις.
Πέρασες όλες τις δοκιμασίες και άνοιξες την πόρτα! Ελπίζουμε να πέρασες όμορφα και να έμαθες πολλά περισσότερα, για την γεωλογική ιστορία, το περιβάλλον και τον πολιτισμό της Λέσβου!
Σε περιμένουμε ξανά!
Μπορείς αν θες να επισκεφθείς την ιστοσελίδα του κέντρου πληροφόρησης για να μάθεις ακόμα περισσότερα πατώντας εδώ!